Ηλίας Βουλγαράκης
Κάθε χρόνο γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού. Όλοι μας συμμετέχουμε σ’ αυτή, μεγάλοι και μικροί, πιστοί και αμφισβητίες. Πολλοί τη γιορτάζουν με πλήρη συνείδηση του γεγονότος της ενανθρωπήσεως του Λόγου. Άλλοι συμμετέχουν από παράδοση, απολαμβάνοντες τη φολκλορική ατμόσφαιρα των ημερών αυτών. Τα παιδιά τη ζουν με τον δικό τους τρόπο, όπου η αργία των σχολείων και η προσδοκία των δώρων δίνουν ένα ιδιαίτερο παρόν στην όλη χαρμονή των γιορτάσιμων ημερών.
Πόσοι όμως απ’ όλους εκείνους που συμμετέχουν στη γιορτή των Χριστουγέννων συλλαμβάνουν υπαρξιακά το γεγονός της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού; Το ερώτημα αυτό ισχύει και για όσους το γιορτάζουν με επίγνωση. Μπορεί μεν να κατανοούν τη σημασία του και τη σωτηριολογική του διάσταση, πόσο όμως το νιώθουν μέσα στην ίδια τους την ύπαρξη; Πόσο ζουν το γεγονός ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος;
Ένα κάποιο εμπόδιο για μια τέτοια συνειδητοποίηση της ενανθρωπήσεως οφείλεται στο ίδιο το γεγονός του εορτασμού της. Η τυπική επανάληψη του βοηθεί να ατονήσει το υπαρξιακά ουσιώδες του γεγονότος προς χάρη των εόρτιων ενασχολήσεων. Το δεύτερο και καίριο εμπόδιο είναι ένας μη συνειδητοποιημένος εγωισμός του κάθε ανθρώπου γενικά, που τον κάνει να αντικρύζει την ενανθρώπηση σαν κάτι το αυτονόητο. Τι πιο φυσικό να γίνει ο Θεός άνθρωπος! Η αντιμετώπιση όμως αυτή τη ενανθρωπήσεως του Λόγου δεν μας επιτρέπει να συλλάβουμε υπαρξιακά το μέγεθος της σωτηριώδους πρωτοβουλίας του Θεού για τον άνθρωπο.
Φαίνεται ότι η στάση αυτή του χριστιανού απέναντι στην ενανθρώπηση δεν αποτελεί γεγονός των σύγχρονων καιρών. Αντίθετα μαρτυρείται από τους πρώτους χρόνους κιόλας αιώνες του Χριστιανισμού. Κι όχι μόνον μαρτυρείται, αλλά ταυτόχρονα επιχειρείται, με τη χρησιμοποίηση ενός επιτυχημένου παραδείγματος, να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι ότι η ενανθρώπηση αποτελεί μια ύψιστη προσφορά αγάπης του Θεού προς αυτούς. Το παράδειγμα αυτό έχει σχέση με το…..σκουλήκι!
Ο ιερός διδάσκαλος –Ιωάννης ο Χρυσόστομος- του 4ου αιώνα χρησιμοποιώντας το παράδειγμα με το σκουλήκι έθεσε το ερώτημα στο ακροατήριο του αν κάποιος απ’ αυτούς που τον ακούν είναι πρόθυμος να γίνει σκουλήκι για να σώσει τα σκουλήκια από κάποια υποθετική ασθένειά τους, που θα μπορούσε να τα αφανίσει. Η απάντηση ήταν αρνητική. Κανείς δεν ήθελε να μεταλλαγεί και να πάρει τη μορφή του σκουληκιού. Μέσα από αυτή την άρνηση βοήθησε το ακροατήριό του να συλλάβει το μέγεθος της χειρονομίας του Θεού, ιδιαίτερα μάλιστα όταν τους τόνισε ότι η ποιοτική απόσταση μεταξύ ανθρώπου και σκουληκιού είναι ασύγκριτη μικρότερη από την απόσταση Θεού και ανθρώπου. Και το εξήγησε αυτό λέγοντας ότι ο άνθρωπος και το σκουλήκι, όσο κι αν διαφέρουν, δεν παύουν να είναι κτίσματα του Θεού, ενώ ο Θεός είναι άκτιστος. Συνεπώς το να περιβληθεί το άκτιστο το κτιστό, δηλαδή ο Θεός τον άνθρωπο, συνιστά απείρως ασύγκριτη διαφορά από το να περιβληθεί το πρώτο αξιολογικά κτίσμα-δηλαδή ο άνθρωπος- τη μορφή ενός άλλου κτιστού όντος, όπως το σκουλήκι!
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι το παράδειγμα, όσο κι αν είναι παλιό, εξακολουθεί να μας διδάσκει.