(Άπό το βίο του Αγ. Σπυρίδωνος)
Τίποτα δεν μπορεί να μας βοηθήσει, αν δεν είμαστε επιεικείς προς τους ανθρώπους και αν δεν συγχωρούμε τις αδυναμίες τους! Διότι πώς μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει, εάν εμείς πρώτοι δεν συγχωρούμε άλλους;
Κάποτε, ο Άγιος Σπυρίδωνας πούλησε εκατό κατσίκια σε ένα ζωέμπορο σε μια τιμή που συμφώνησαν και ο άγιος είπε στον αγοραστή να του δώσει τα χρήματα.
Εκείνος, γνωρίζοντας ότι ο Σπυρίδωνας ποτέ δεν μετρούσε χρήματα, του έδωσε αρκετό ποσό για ενενήντα εννέα κατσίκια και έκρυψε τα χρήματα για το ένα, το εκατοστό.
Ο Άγιος μέτρησε εκατό κατσίκια και του τα έδωσε. Όταν όμως ο έμπορος και οι υπηρέτες του οδήγησαν έξω το κοπάδι, ένα απ’ τα ζώα, βελάζοντας γύρισε πίσω. Αυτός το έδιωχνε αλλά εκείνο επέστρεφε.
Όσο το έδιωχνε ξανά και ξανά, εκείνο γύριζε πάλι, μη θέλοντας να πάει μαζί με τα άλλα κατσίκια. Ο άγιος τότε πλησίασε τον έμπορο και ψιθύρισε στο αυτί του: «Κοίταξε, παιδί μου, το ζωντανό δεν το κάνει τυχαία αυτό. Μήπως τυχόν παρακράτησες την αξία του;».
Ο έμπορος ντράπηκε και ομολόγησε την αμαρτία του. Μόλις πλήρωσε την ανάλογη τιμή που παρακράτησε, το κατσικάκι έφυγε αμέσως και πήγε μαζί με τα άλλα ζώα του κοπαδιού.
Σε άλλη περίπτωση, συνέβη κάποτε να μπουν κλέφτες μέσα στο μαντρί του αγίου Σπυρίδωνα.
Αφού άρπαξαν όσα πρόβατα μπορούσαν, γύρισαν κι έκαναν να φύγουν, αλλά μια αόρατη δύναμη τους κρατούσε, σαν καρφωμένους, στο ίδιο σημείο, και ήταν αδύνατον να κινηθούν.
Το πρωί ήλθε ο επίσκοπος να δει το κοπάδι του. Βρίσκοντας εκεί τους κλέφτες, τους επέπληξε με ήπιο τρόπο και τους συμβούλευσε στο εξής να προσπαθούν να ζουν με τους δικούς τους κόπους και όχι με κλοπές.
Πήρε μετά ένα πρόβατο και τους είπε: «Πάρτε αυτό για τον κόπο σας, για να μην πάει χαμένη η ολονύχτια αγρυπνία σας»· και έτσι τους απέλυσε εν ειρήνη.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς. «Ο Πρόλογος της Αχρίδος» -τ. 12 Δεκέμβριος, εκδ. Άθως)