Πρόδηλο εἶναι ὅτι ὅταν ἕνα ἱστορικὸ περιστατικὸ λέγεται συνεχῶς ἐδῶ καὶ μισὸ αἰῶνα ὅτι εἶναι ἐπίκαιρο, τότε κάθε ἄλλο παρὰ ἐπίκαιρο εἶναι. Ἄλλωστε, ἄν τὸ «Πολυτεχνεῖο» εἶναι ὄντως ἐπίκαιρο, τότε γιατί δὲν εἶναι ἐπίκαιρη καὶ ἡ Χοῦντα; Κι ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ «Πολυτεχνεῖο» ἔριξε τὴν Χοῦντα, τότε γιατὶ ὠρύονται, ταυτόχρονα, ὅτι «ἡ χοῦντα δὲν τελείωσε τὸ ʼ73»;
Στὴν πραγματικότητα, οὔτε τὸ «Πολυτεχνεῖο» ζεῖ, οὔτε ἡ Χοῦντα, οὔτε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει ἐκεῖνον τὸν παλιὸ καιρό. Ζοῦν μονάχα οἱ θιασῶτες τῆς σκληρῆς Δεξιᾶς καὶ οἱ ἀκτιβιστὲς τῆς Ἀριστερᾶς, ποὺ ἐξακολουθοῦν σὲ κάθε ἐπέτειο, καὶ μέσα σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς συνθῆκες, νὰ ἐρίζουν γιὰ τὰ τότε γενόμενα καὶ νὰ ἀναπολοῦν τὰ περασμένα. Ὅσοι ἀνήκουν σ’ αὐτὲς τὶς πολιτικὲς φυλὲς μποροῦν νὰ διαπληκτίζονται, νὰ καμαρώνουν, νὰ ἀπειλοῦν ἤ νὰ ὀνειρεύονται τῆς γενιᾶς τους τοὺς Συνταγματάρχες οἱ μὲν καὶ τῆς γενιᾶς τους τὰ Πολυτεχνεῖα οἱ δέ.
Γιὰ ὅλους τοὺς (πολλοὺς) «ὑπόλοιπους», ἤτοι γιὰ τὸν «ἁπλὸ λαό», ὅλα αὐτὰ ἔχουν πάψει πρὸ μακροῦ χρόνου νὰ ἔχουν κάποια σημασία. Ὅπως κι ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ποὺ ἡ «σιωπηρὴ πλειονότητα», ποὺ ἤτανε μὲ τὴν Χοῦντα, πῆγε στὴν Μεταπολίτευση μὲ τὴν Δημοκρατία, γιατὶ κατὰ κανόνα «οἱ πολλοὶ» πᾶνε στὸ τέλος μὲ τὸν νικητή.
Οἱ ἀτέρμονοι σκυλοκαβγᾶδες μεταξὺ ντούρων Δεξιῶν καὶ ντούρων Ἀριστερῶν εἶναι ἁπλῶς μέρος τοῦ ἐπετειακοῦ σκηνικοῦ ποὺ ζοῦμε ἀπὸ τὴν Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παρελαύνουν τὰ φαντάσματα τῆς Κατοχῆς, τοῦ Ἐμφυλίου, καὶ τοῦ Μετεμφυλίου, γιὰ νὰ ἐξορκίσουν τὸ σκληρὸ παρὸν καὶ τὸ ἀδυσώπητο μέλλον ἑνὸς θνήσκοντος ἔθνους ποὺ ἀρνεῖται πεισματικῶς νὰ ἐνηλικιωθεῖ.
Ὁ βαθμὸς τῆς ἱστορικῆς ὡριμότητας τῶν Νεοελλήνων κυμαίνεται στὶς πρῶτες βαθμίδες τῆς κλίμακας ὡριμότητας τῆς σχέσεως τέκνου πρὸς πατέρα: «Ὁ πατέρας τὰ ξέρει ὅλα» (παιδικὴ ἡλικία)-«Ὁ πατέρας δὲν ξέρει τίποτα» (ἐφηβεία).
Τὸν ἰσχυρισμὸ περὶ «ἀμερικανοκίνητης» Χούντας, τῶν Ἀριστερῶν, διαδέχεται ὁ ἰσχυρισμὸς περὶ «ἀμερικανοκίνητου» Πολυτεχνείου, τῶν βαρβάτων Δεξιῶν -ποὺ ὡς πρὸς τὴν ἱστορική τους τεκμηρίωση κινοῦνται στὸ ἐπίπεδο τοῦ «κάπου πῆγα, κάποιον εἶδα, κάτι μοῦπε νὰ σᾶς πῶ».
Ἀκόμη καὶ τὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τῶν νεκρῶν κινεῖται σὲ ἐπίπεδο σκέψης νηπιαγωγείου. Τὸν ἰσχυρισμὸ περὶ τῶν νεκρῶν ποὺ δῆθεν προκάλεσε τὸ διαβόητο «τάνκ» διαδέχεται ὁ ἄλλος ἰσχυρισμὸς περὶ ἀνύπαρκτων νεκρῶν ἐντὸς τοῦ Πολυτεχνείου (λὲς καὶ ἄν ἦταν παρακάτω δὲν τρέχει κάστανο).
Τὴν ἴδια ἀδιαφορία γιὰ τὰ θύματα ποὺ ἐπέδειξαν οἱ φιλοχουντικοὶ -οἱ ὁποῖοι, στὸ κάτω-κάτω δὲν εἴχανε καὶ λόγο- τὸν ἐπέδειξαν οἱ ἴδιοι οἱ Ἀριστεροί. Οὐδεὶς ἀπὸ τοὺς τόσες χιλιάδες ποὺ κάθε χρόνο καταθέτουν λουλούδια στήν… κεφαλὴ τοῦ Σβορώνου, κανένα ἀπὸ τὰ κόμματα ποὺ βγάζουν ἐπετειακὲς ἀνακοινώσεις, καμμία «προοδευτικὴ» κυβέρνηση, κανένας καθηγητὴς ἤ φοιτητὴς ἱστορίας δὲν ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ πόσοι, ποιοί καὶ ὑπὸ ποῖες συνθῆκες ἦσαν οἱ περιβόητοι νεκροὶ ποὺ ἔγιναν «προπαγάνδας λίπασμα» γιὰ τὴν ἀσύστολη πολιτικὴ ὑπεραξία τῶν κομμάτων καὶ τὴν τελετουργικὴ λιτανεία τῶν διαδηλωτῶν, ποὺ ἔρχονται κάθε χρόνο σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ «ἱερό», πίσω ἀπὸ μία ματωμένη σημαία, τῆς ὁποίας τὴν αὐθεντικότητα δὲν ἔχει ἐξετάσει ποτὲ κανένας.
Μονάχα ἕνας (ἕνας!) ἐπαγγελματίας ἐρευνητὴς ξεκίνησε μονάχος του μία σχετικὴ ἔρευνα ποὺ βρίσκεται, ὅπως μαθαίνουμε, ἀκόμα σὲ ἐξέλιξη, μὲ τὰ πρῶτα στοιχεῖα νὰ δημοσιεύονται τὸ 2004.
Τὸ πράγμα μιλάει ἀπὸ μόνο του γιὰ ὅλον αὐτὸ τὸν «κόσμο τοῦ ἀγῶνα» καὶ τὴν «τιμὴ», ποὺ διατείνεται ὅτι ἀποδίδει στοὺς «νεκρούς του».
Ὅπως δὲν μάθαμε, βέβαια, ποτὲ καὶ ἀπὸ κανέναν γιὰ τοὺς διαβόητους ἐλεύθερους σκοπευτές, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ Ἀριστερὰ ἔχει νομιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὸ 1974 καὶ ἀποτελεῖ συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ καθεστῶτος. Ἔχετε ἀκούσει ἄραγε νὰ ἔχει ζητήσει ποτὲ ἐδῶ καὶ τόσες δεκαετίες ἡ Ἀριστερὰ νὰ γίνει ἐπίσημη ἔρευνα ἀπὸ τὸ κράτος γιὰ τὰ γεγονότα τοῦ Πολυτεχνείου; Ὁ «φάκελλος τοῦ Πολυτεχνείου» φαίνεται πῶς εἶχε τὴν ἴδια τύχη μὲ τὸν «Φάκελλο τῆς Κύπρου». Καὶ οἱ λόγοι κατανοητοί.
Τὸ μόνο πράγμα ποὺ δὲν μάθαμε ἐδῶ καὶ μισὸ αἰῶνα γιὰ τὸ «Πολυτεχνεῖο» εἶναι ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια -γιατὶ ἡ μισὴ ἀλήθεια εἶναι χειρότερη κι ἀπὸ τὸ ψέμα. Δύο πρωταγωνιστὲς τῆς ἐποχῆς, ἀπὸ τὴν ἀντίθετη ὁ καθένας πλευρά, μίλησαν πρὸ ἐτῶν (ὅσο μποροῦσαν ἤ ὅσο ἤθελαν νὰ μιλήσουν) διαρρηγνύοντας τὸ τεῖχος τοῦ πολυτεχνειακοῦ «ζωτικοῦ μύθου» τῆς Μεταπολίτευσης.
Ὅπως καὶ νἄχει, τὸ «Πολυτεχνεῖο» εἶναι ἀπὸ καιρὸ νεκρό, καθότι ἡ δικαίωσή του ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε: ἡ ἀποκατάσταση τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ (μὲ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας, τὸ αἴτημα αὐτὸ νὰ τὸ προβάλλουν πολιτικὲς δυνάμεις ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἦταν ὑπέρμαχοι τῆς κοινοβουλευτικῆς δημοκρατίας).
Καὶ ὅπως καὶ νἄχει, ἡ Τρίτη Ἑλληνικὴ Δημοκρατία εἶναι τὸ ἀτόφιο προϊὸν αὐτοῦ τοῦ αἰτήματος (τὰ περὶ «Ψωμί-Παιδεία-Ἐλευθερία», ποὺ ἔμειναν «ἀνεκπλήρωτα» εἶναι ἄλλωστε τόσο γενικὰ καὶ ἀόριστα, ὥστε νὰ μένουν πάντα ἀνεκπλήρωτα, γι’ αὐτὸ καὶ «ἀδικαίωτα»), ἀκόμη κι ἄν τὴν Χοῦντα δὲν τὴν ἔριξε το «Πολυτεχνεῖο» ἀλλά… ὁ Ἰωαννίδης -ἡ «μικρὴ χοῦντα» τοῦ ὁποίου (καὶ παρὰ τὴν θέλησή του) ἦταν αὐτὴ ποὺ τελικὰ ἔφερε τὴν περιβόητη Δημοκρατία, ποὺ ζητοῦσε τὸ «Πολυτεχνεῖο», μετὰ τὴν προδοσία τῆς Κύπρου.
Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἀκριβῶς τὸ μόνιμο καὶ ἀληθινὸ νόημα τῆς σαραναοκτάχρονης ἐπετείου:
Δεξιὰ καὶ Ἀριστερὰ βρῆκαν τὸν ἀποδιοπομπαῖο τράγο στὸ πρόσωπο τῆς Χούντας γιὰ νὰ μὴν πολεμήσουν στὴν Κύπρο, ὅταν ἀποκαταστάθηκε ἡ Δημοκρατία.
Τώρα ἑτοιμάζονται -τόσο δεμένοι παρὰ ποτὲ- νὰ προχωρήσουν καὶ στὸ ὁλοκληρωτικὸ ξεπούλημα τῆς Ἑλλάδας.
Ὅσο γιὰ τὸν Λαό; Ὄχι «Μία ἀπὸ τὰ Ἴδια». Ἀλλὰ ἀπὸ πολὺ-πολὺ Χειρότερα.