Όταν ήμουν μικρός, ο παπάς που με βάπτισε, μου είχε διηγηθεί το εξής περιστατικό, το οποίο και καταγράφω:
«Μια φορά, παιδάκι μου, ένα πρωινό, πήγα στον ναό μου που εφημέρευα. Ήταν χειμώνας κι έκανε πολύ κρύο. Ήμουν μόνος, χωρίς τον καντηλανάφτη, τον κυρ-Κώστα, που ήταν τότε άρρωστος.
»Έχοντας τα κλειδιά, άνοιξα και σκέφτηκα ν’ ανάψω τα καντήλια. Ψάχτηκα, αλλά δεν βρήκα σπίρτα. Πάω στο παγκάρι, ανοίγω τα συρτάρια, δεν βρήκα τίποτα. Πάω μέσα στο ιερό Βήμα, τίποτα πάλι. Ψάχνω εδώ, ψάχνω εκεί, για να βρω σπίρτα ή τσακμάκι (αναπτήρα δηλαδή), αλλά δεν μπόρεσα να βρω. Στεναχωρήθηκα! Πάω μπροστά στην εικόνα της Παναγίας (ο Ναός είναι αφιερωμένος στα Εισόδιά της) και της λέω:
—Παναγίτσα μου, δεν κάνεις κανένα θαύμα ν’ ανάψεις τα καντήλια; Εγώ σπίρτα ή τσακμάκι δεν έχω. Έξω κάνει κρύο και παγωνιά. Ποιον να βρω τώρα να σταματήσω για να μου δώσει φωτιά;
»Τα συζητούσα όλα αυτά μόνος μου, χωρίς να σκεφθώ ότι τα καντήλια ήταν άδεια κι από λάδι. Έπρεπε, λοιπόν, πρώτα να γεμίσω τα καντήλια με λάδι και ύστερα να βρω φωτιά. Τα καντήλια ήταν όλα σβηστά, ακόμη και το ακοίμητο μέσα στο άγιο Βήμα, παρ’ όλο που εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσαν μακριά φυτίλια.
»Και εκεί που τα έλεγα αυτά, μονολογώντας για το λάδι στα καντήλια και τη φωτιά…, φρααπ!…, άναψαν μονομιάς όλα. Άναψαν όλα τα καντήλια της εκκλησίας! Και των προσκυνηταρίων και των φορητών εικόνων, που είναι στα πλάγια του τέμπλου, ακόμη και μέσα στο ιερό Βήμα, το ακοίμητο.
—Πω!… Πω!… Πω!… Να, μπρε Παναγιά, που κάνεις θαύματα!
Κουραζόμαστε, βασανιζόμαστε να τ’ ανάβουμε ανεβαίνοντας στα σκαμνιά και στις καρέκλες, κι Εσύ, με μιας, φρααπ!…, ήρθες και τ’ άναψες!…
»Και γυρίζοντας προς εμένα, με ρώτησε;
—Δεν μου λες, έχετε καντήλι στο σπίτι σας;
—Βέβαια.
—Καίει το καντήλι σας μέρα-νύχτα;
—Μάλιστα, μέρα-νύχτα!
—Αα! Γιατί τα σβησμένα καντήλια, παιδί μου, είναι σβησμένες ψυχές, άδειες ψυχές! Ψυχές που δεν κάνουν προσευχή μπροστά στο εικονοστάσι, είναι παγωμένες σαν τον βοριά που φυσάει έξω· είναι σαν τ’ άδεια και σβησμένα καντήλια!…
(Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου: «Η Ευχή μέσα στον κόσμο»· κεφ. 2ο, σελ. 123–124. Πειραιάς, Οκτώβριος 2016)