Ο Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και ομολογητής, ο εκ Γεωργίας
Στις φυλακές και στα ψυχιατρεία
Ο π. Γαβριήλ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να αποτραβήξει τον κόσμο της Γεωργίας από την αμάθεια και την απιστία. Μετά το θάνατο του Στάλιν το 1953, οι νέοι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης ξέσπασαν σε διάφορες βίαιες αντισταλινικές εκδηλώσεις. Τις τοπικιστικού χαρακτήρα διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τις κατέπνιξε η σκληρότητα της νέας σοβιετικής ηγεσίας με κυριότερο θύμα τη γεωργιανή νεολαία. Στις 9 Μαρτίου 1956 χύθηκε πολύ αθώο αίμα, και οι Γεωργιανοί δεν πρόλαβαν καλά – καλά ούτε να θρηνήσουν τους πεθαμένους τους, ενώ οι αρχές εμπόδιζαν τους κληρικούς να παράσχουν τη βοήθειά τους. Μόνο τον π. Γαβριήλ δεν μπόρεσαν να σταματήσουν τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος έτρεχε να διαβάσει ευχές στους αδικοχαμένους Γεωργιανούς.
Ο άγιος δεν φοβόταν τις σοβιετικές αρχές ούτε την κακία του όχλου που είχε χάσει τα λογικά του. Έτσι, την 1η Μαΐου του 1965, ημέρα εορτής του κομμουνιστικού καθεστώτος, πολλοί άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στους κεντρικούς δρόμους και τις πλατείες. Τα παρατεταγμένα τμήματα προχώρησαν προς την πλατεία του κυβερνείου, για να αποτίσουν φόρο τιμής στους άθεους και σκληροτράχηλους ηγέτες, των οποίων τα πορτρέτα ήταν κρεμασμένα παντού. Εκείνη τη μέρα, ακριβώς δίπλα από το κυβερνείο, στον ναό Κασβέτι βρισκόταν και ο π. Γαβριήλ μαζί με μερικούς πιστούς ακόμη. Ήταν περίλυποι, καθώς άκουγαν τις εορταστικές κραυγές του όχλου.
«Τον Χριστό Τον σταύρωσαν, κι αυτοί γιορτάζουν και προσκυνούν τον αντίχριστο. Κοίταξε εσύ το παιδί σου κι άσε σε μένα τα υπόλοιπα», είπε ο άγιος σε μια γυναίκα που ήταν πολύ στενοχωρημένη με όσα συνέβαιναν. Ύστερα μονολόγησε:
«Τετέλεσται! Θεέ μου, πάω να ομολογήσω το άγιο όνομά Σου. Ξέρω πως μπορεί να μη γλιτώσω το θάνατο. Άλλωστε εγώ, Χριστέ μου, σε όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να μαρτυρήσω για χάρη Σου».
Ο π. Γαβριήλ κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό μπουκάλι με νέφτι. Με βήμα ταχύ διέσχισε σαν κεραυνός τα πλήθη που ζητωκραύγαζαν μπροστά στο είδωλό τους, πλησίασε τη δωδεκάμετρη φωτογραφία του Λένιν, έριξε το νέφτι, άναψε φωτιά και φώναξε με βροντερή φωνή: «Αυτός γιατί θέλει δόξα; Δόξα οφείλουμε στον Χριστό και Θεό μας! Πώς προσκυνάτε τον αντίχριστο;».
Το πανό άρπαξε αμέσως φωτιά. Μπροστά στα μάτια των έκπληκτων διαδηλωτών, η φωτογραφία του αγαπημένου τους ηγέτη έγινε μια χούφτα στάχτη. Έμεινε μόνο το μαυρισμένο σκοινί της κορνίζας. Ο άγιος ήξερε πια πολύ καλά τι τον περίμενε μετά από αυτό. Εντούτοις, έμεινε εκεί ασάλευτος, παρακολουθώντας τις στάχτες που στροβιλίζονταν στον αέρα. Έντρομες οι κρατικές αρχές κάλεσαν αμέσως το 8ο Σύνταγμα Πυροβολικού και με εξοπλισμένα μηχανοκίνητα πλησίασαν τον π. Γαβριήλ, ο οποίος μπήκε ήρεμος σ’ ένα από αυτά. Κανείς δεν τόλμησε να τον αγγίξει, ενώ εκείνος προσευχόταν:
«Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος. Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τους εχθρούς μου».1
Διηγείται ο π. Γαβριήλ σχετικά: «Με περικύκλωσαν οι στρατιώτες, όπως τον Χριστό. Φορούσα το μοναχικό μου ένδυμα και τον μεγάλο σταυρό στην καρδιά. Με οδήγησαν στον τρίτο όροφο ενός κτιρίου. Εκεί καθόταν κάποιος κουστουμαρισμένος, στον οποίο με υπέδειξαν ως τον παπά που έκαψε το πορτρέτο του Λένιν.
Όλοι οι αξιωματούχοι με κοίταζαν με περιέργεια και με κάποιο ενδιαφέρον. Άρχισαν να μου κάνουν διάφορες ερωτήσεις. Ήμουν έρμαιο στις διαθέσεις τους. Δίπλα μου στέκονταν κάποιοι που στις τσέπες τους έκρυβαν όπλα, για να με πυροβολήσουν αν… αντιδρούσα. Ήξερα τη δουλειά τους. Κομμουνιστές ήταν. Λύκοι με τη μορφή προβάτων! Στέκονταν σαν απλοί πολίτες και ύστερα θα έλεγαν: ¨Στρατιώτες τον πυροβόλησαν¨. Ύστερα μ’ έβαλαν να καθίσω. Προσπάθησαν να μου βγάλουν το σταυρό που φορούσα. Δεν τα κατάφεραν όμως.
–Τι έκανες; Με ρωτούσαν. Μπροστά στο υπουργείο πήγες κι έβαλες φωτιά;
– Εγώ τί έκανα; απάντησα. Να είστε καταραμένοι! Ελάτε να με σκοτώσετε επειδή έκαψα αυτόν τον σκύλο.
-Γκοντέρτζι, γιατί μας βρίζεις;
-Εσείς γιατί πήρατε τον Στάλιν από το μνημείο του και τον κάψατε; Εσείς είστε το κόμμα;
-Έχεις διαβάσει Μαρξ και Έγκελς;
-Ά! Μαρξ και Έγκελς…
– Μ’ αυτό που έκανες, ολόκληρο το Κρεμλίνο μας τηλεφωνά διαρκώς! Μας καλούν στην Τσέκα2 και μας απειλούν να μας διώξουν όλους από εδώ. Κι εσύ; Ξέρεις ότι απειλείσαι με την ποινή του θανάτου;
Τότε γέλασα. Έκανα το σταυρό μου και είπα: ¨Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου¨».
Έτσι, μη μπορώντας τα όργανα του αθεϊστικού καθεστώτος να λυγίσουν την ψυχή του π. Γαβριήλ άρχισαν να βασανίζουν το σώμα του. Και θα ήταν αδύνατο ν’ αντέξει τα μαρτύρια που υπέστη, αν δεν τον προστάτευε η χάρις του Κυρίου. Άρχισαν να τον κλοτσούν παντού στο πρόσωπο και στο σώμα. Του έσπασαν το σαγόνι και 17 κόκκαλα. Δεν κατάφεραν όμως να κλονίσουν την ατρόμητη ψυχή του.
Αμέσως μετά τον οδήγησαν στην απομόνωση της Κα Γκε Μπε και έριξαν το αιμόφυρτο σώμα του στο κελί των μελλοθανάτων, όπου τα όργανα του κομμουνιστικού κόμματος δεν δίσταζαν να βασανίζουν τους αντιρρησίες, να τους σκοτώνουν και να τους εξαφανίζουν σε ένα υπόγειο ανήλιαγο, ανάερο, γεμάτο σαύρες, φίδια και ακαθαρσίες. Τάιζαν τον π. Γαβριήλ με μουχλιασμένο ψωμί και νερό. Χρησιμοποίησαν κάθε δυνατή μέθοδο για να κάμψουν το φρόνημά του, να χάσει το θάρρος του και να αρνηθεί την πίστη του. «Κατανοεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον καὶ ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν, ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ ἐγκαταλίπῃ αὐτὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, οὐδὲ μὴ καταδικάσηται αὐτόν, ὅταν κρίνηται αὐτῷ.»,3 σχολίαζε ο π. Γαβριήλ στους πιστούς, περιγράφοντας τα βασανιστήριά του την περίοδο εκείνη.
Διηγείται ο ίδιος:
«Έβαλαν έναν δικό τους άνθρωπο να μου πει ότι είχε στο σπίτι του εικόνες και πως ήθελε να μου τις δείξει. Εγώ όμως πληροφορήθηκα από τον άγγελό μου πως ο άνθρωπος αυτός είχε λάβει οδηγίες να μου φέρει φωτογραφίες γυμνών γυναικών. Τότε του απάντησα πως εμείς δεν έχουμε τέτοιες εικόνες, κι ότι αυτές οι εικόνες είναι εργαλεία του Σατανά που μόνο αυτοί έχουν στο σπίτι τους. Ξαφνιάστηκε που ήξερα τι ήθελε να μου φέρει. Κάποια άλλη μέρα όμως τελικά τις έφερε, κι εγώ, χωρίς να τις κοιτάξω, τους τις έδωσα πίσω».
Τα κρατικά όργανα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κλονίσουν και να διαβρώσουν την πίστη του τολμηρού μοναχού. Κάθε βράδυ τον πήγαιναν για ανάκριση, όπου του υπέβαλαν αλλεπάλληλες ερωτήσεις παγίδα, με σκοπό να «τα χάσει» στις απαντήσεις του.
Διηγείται ο άγιος:
«Προσπαθούσαν να με μπερδέψουν και μου έλεγαν: ¨Αφού είσαι τρελός, γιατί δεν έκαψες την εικόνα του Χριστού;¨. Τότε έφερα στο νου μου το Σβετιτσχοβέλι, το Σαμτάβρο και όλες τις ομορφιές της Γεωργίας. Γι’ αυτά έπρεπε να θυσιαστώ. Όπως ο άγιος Άμπο της Τιφλίδας βασανίστηκε από τους Τούρκους, έτσι και εγώ να βασανιστώ από τους κομμουνιστές. Τελευταίος μάρτυρας ο Γαβριήλ. Έρχομαι! Τί έχω να φοβηθώ; ¨Θεέ μου¨, προσευχόμουν, ¨Εσύ που είσαι πανταχού παρών, μη με εγκαταλείπεις. Για χάρη αυτών των εικόνων που αναστήλωσα και της εκκλησίας που έχτισα, δώσε μου τώρα δύναμη. Εγώ είμαι μόνος. Δεν έχω κανέναν δίπλα μου¨. Και έφερνα στο νου μου τον άγιο Γεώργιο τον Αθωνίτη, τον άγιο Γαβριήλ,4 τον άγιο Συμεών τον Στυλίτη και τον άγιο Εκβτίμε. Τα βάσανά μου θα ήταν μια θυσία προς δόξαν Θεού, για την αθανασία της ψυχής, για την αγάπη προς τον πλησίον και για τον Θεό, σκεφτόμουν».
Η αδιάλειπτη προσευχή του π. Γαβριήλ και η παράδοσή του στο θέλημα του Θεού του έδωσαν πολλή δύναμη και χάρη. Και τι δεν υπέστη από τους βασανιστές του. Εκτός από τη σωματική βία που του άσκησαν, προσπάθησαν να τσαλακώσουν και την τιμή του, αλλά στάθηκε αδύνατο να τον καθυποτάξουν. Εκείνος δεν σταματούσε τα κηρύγματά του. Και συνεχίζει πάλι τη διήγησή του ο άγιος:
«Μου ζήτησαν να βγάλω το σταυρό μου και να τους τον δώσω. ¨Εγώ δεν πειράζω το σταυρό μου. Αν θέλετε, ελάτε εσείς να τον βγάλετε¨, τους απάντησα. Και πράγματι προσπάθησαν πολλές φορές, αλλά δεν τα κατάφερναν. Μου έκαναν ερωτήσεις κι εγώ τους έκανα κήρυγμα. ¨Τρελός είναι¨, έλεγαν, αλλά παρ’ όλα αυτά άκουγαν με ενδιαφέρον όσα τους έλεγα. Ήταν εκεί κι ένας εισαγγελέας με το επώνυμο Τσιντσάτζε. Φαινόταν καλός άνθρωπος. Με ρώτησαν πάλι:
-Γιατί έκαψες την εικόνα του Λένιν;
-Εσείς γιατί γράψατε ¨δόξα στον Λένιν¨; Η δόξα ανήκει μόνο στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, κι εσείς την αποδίδετε σε έναν άνθρωπο, και μάλιστα αντίχριστο.
Κάτω από το τραπέζι, στο οποίο με κάθιζαν, υπήρχαν μικρόφωνα. Κάποια στιγμή τους ρώτησα:
-Τί είναι αυτά; Νομίζετε πως δεν ξέρω ότι καταγράφονται όλα όσα λέμε;
-Ποιός είπε ότι αυτός είναι τρελός; Τώρα βλέπεις τον Χριστό; Με περιγέλασαν.
-Ναι, απάντησα.
-Δείξε Τον και σε μας, μου είπαν.
-Πετάξτε την κομματική σας ταυτότητα και θα σας Τον δείξω, τους υποσχέθηκα.
-Αυτός ο μοναχός θα μας τρελάνει όλους! Σχολίαζαν γελώντας οι ανακριτές».
Ο Θεός είχε σκεπάσει τον π. Γαβριήλ με τέτοια χάρη, που όλοι τον άκουγαν έκπληκτοι. Κάποια στιγμή σηκώθηκε ένας υπάλληλος και ομολόγησε: «Κι εγώ πιστεύω στον Ιησού Χριστό!». Αμέσως όμως επενέβησαν οι συνάδελφοί του και τον έβγαλαν έξω από την αίθουσα για να μη διασαλευτεί η τάξη.
Είναι γνωστό ότι κανείς δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις βασανιστικές ανακρίσεις της κρατικής ασφάλειας. Γι’ αυτόν τον ανυπόταχτο μοναχό ζήτησαν ψυχιατρική γνωμάτευση. Ήθελαν με επίσημο έγγραφο να χαρακτηρίσουν τον π. Γαβριήλ τρελό, εξαιτίας της ακλόνητης πίστης του. Οι υπάλληλοι βρέθηκαν σε μεγάλο ηθικό δίλημμα. Η αληθινότητα των λόγων του αγίου και το μεγαλείο της πίστης του δεν επέτρεπαν στους υπαλλήλους να εκτελέσουν αβασάνιστα όσα τους είχε διατάξει η κεντρική εξουσία, η οποία επιζητούσε ακόμη και το θάνατό του.
Όταν τον υπέβαλαν σε ψυχιατρικές εξετάσεις, τον ρώτησαν ειρωνικά: «Τώρα που είσαι στα χέρια μας, πώς θα σε βοηθήσει ο Χριστός σου;». Κι ο άγιος απάντησε ήρεμα: «Σε εφτά μήνες θα βγω από δω. Θα έρθει η ώρα που το άγαλμα αυτού του σκύλου θα το γκρεμίσετε με τα ίδια σας τα χέρια. Και εκεί θα γίνει η πλατεία Τριανταφύλλων».
Λίγο καιρό αργότερα ο π. Γαβριήλ μετήχθη από τη φυλακή στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ χειρότερες από αυτές της φυλακής. Ο διευθυντής και οι ψυχίατροι του νοσοκομείου προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να υπακούσουν και να εφαρμόσουν τις ρητές εντολές που είχαν λάβει από τα ανώτατα στελέχη του κόμματος. Τα βασανιστήρια δεν έλειπαν ούτε εκεί, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πέθαιναν στα ψυχιατρεία, μην υποφέροντας τον εξευτελισμό, την αδικία και τη βάναυση συμπεριφορά των ιατρών. Για τη ζωή του στο ψυχιατρείο εξιστορεί ο άγιος:
« Οι άρρωστοι μου άρπαζαν το ψωμί και έμενα σχεδόν νηστικός. Ήθελαν να με ξυρίσουν αλλά δεν μπορούσαν ν’ αγγίξουν τα γένια μου. Ο Κύριος κοκάλωνε το χέρι τους και τους κυρίευε φόβος. Χτυπούσαν ο ένας τον άλλον, αλλά εμένα δεν τολμούσαν να με ακουμπήσουν˙ με προστάτευε ο Κύριος. Σε όλους έκαναν ηρεμιστική ένεση, όμως εγώ είχα καταλάβει πως σε μερικούς δεν χρειαζόταν˙ πολλοί θα θεραπεύονταν απλώς με μια ευχή. Έδιναν και φάρμακα που έπρεπε να τα πίνουμε υποχρεωτικά μπροστά στους γιατρούς. Εγώ μόλις έβαζα το φάρμακο στην παλάμη μου εξαφανιζόταν. Κι οι γιατροί με κοίταζαν έκπληκτοι. Αν μας έδιναν να φάμε κάτι με το ζόρι, εγώ ύστερα πήγαινα στην τουαλέτα και το έκανα εμετό, για να μη με πειράξει. Οι γιατροί ομολογούσαν ότι λίγο με φοβούνταν και λίγο με αγαπούσαν, ενώ οι ασθενείς κάθε πρωί που με έβλεπαν έλεγαν το Πάτερ ημών».
Ο άγιος περιέγραφε όλα όσα έζησε στο ψυχιατρείο με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και το γλαφυρό, θεατρικό του ύφος, και οι πιστοί που τον άκουγαν γελούσαν. Διακόπτοντας όμως την αφήγησή του ξαφνικά, με πόνο και παράπονο έλεγε: «Ξέρετε όμως πόσο άσχημα και σκληρά ήταν όσα πέρασα; Δεν το χωράει ο νους σας». Και ύστερα συνέχιζε με το γνωστό του χιούμορ: «Ο γάιδαρος μισούσε το δυόσμο, κι όμως γέμισαν τη μύτη του. Για ό,τι μου προκαλούσε μεγάλη απέχθεια, με πήγαν από τη φυλακή στο τρελοκομείο, κι εκεί πήρα επισήμως τη σφραγίδα του τρελού. Σαν να με περιγελούσε ο τρισκατάρατος: ¨Βλέπεις; Τώρα εγώ τα κατάφερα και σε ονόμασαν τρελό¨».
Με τη χάρη του Θεού, ο π. Γαβριήλ γλίτωσε και βγήκε από το ψυχιατρείο.