Έλαβε χώρα λίγο πριν από το 1900, κατεγράφη γύρω στο 1922 από τον ιατρό Δρα Α. Π. Τιμοφέγιεβιτς και δημοσιεύτηκε από τον ίδιο σε ρωσικό περιοδικό της διασποράς (“Ορθόδοξος Ζωή”, 1956, αρ. 1)»(ΑΜ, τεύχ. 5, 252).
Διηγεῖται ὁ σύγχρονος ἱεραπόστολος τῆς Κίνας, τοῦ Θιβέτ καί τῆς Σρί Λάνκα ἱερομάρτυρας Νικόλαος Ντρομπιάζγκιν:
«Εἶχε κιόλας βραδιάσει ὅταν ἀφήναμε πίσω μας τούς θορυβώδεις δρόμους τῆς πόλεως [Κολόμπο τῆς Κεϋλάνης, Σρί Λάνκα] καί παίρναμε ἕνα θαυμάσιο δρόμο πού διέσχιζε τή ζούγκλα. Δεξιά καί ἀριστερά παιχνίδιζαν οἱ λάμψεις ἑκατομμυρίων πυγολαμπίδων. Πρός τό τέλος του ὁ δρόμος φάρδαινε ἀπότομα. Βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα μικρό ξέφωτο περικυκλωμένο ἀπό ζούγκλα. Σέ μιά ἄκρη του κάτω ἀπο ἕνα μεγάλο δένδρο ὑπῆρχε κάτι σάν καλύβα καί δίπλα της σιγόκαιγε μιά μικρή φωτιά. Ἕνας λεπτός, ἀποστεωμένος γέρος μέ τουρμπάνι στό κεφάλι καθόταν σταυροπόδι μέ τό βλέμμα του ἀκίνητο καί στραμμένο πρός τή φωτιά. Παρά τόν θόρυβο τῆς ἀφίξεώς μας ὁ γέρος συνέχιζε νά κάθεται τελείως ἀκίνητος δίχως νά μᾶς δίνη τήν παραμικρή προσοχή. Κάπου μέσα ἀπό τό σκοτάδι ἐμφανίσθηκε ἕνας νεαρός καί πηγαίνοντας κοντά στόν συνταγματάρχη [πού τούς ὁδήγησε στό φακίρη] τόν ρώτησε κάτι χαμηλόφωνα. Σέ λίγο ἔβγαλε μερικά σκαμνιά καί ἡ ὁμάδα μας κάθησε σέ ἡμικύκλιο κοντά στή φωτιά… Ὅλοι σώπασαν ἄθελά τους καί περίμεναν νά δοῦν τί θά συμβῆ.
“Κοιτάξτε! Κοιτάξτε ἐκεῖ στό δένδρο!”, ψιθύρισε ταραγμένα ἡ δεσποινίς Μαίρη. Ὅλοι στρέψαμε τό κεφάλι πρός τήν κατεύθυνσι πού ἔδειξε. Καί πράγματι, ὁλόκληρη ἡ ἐπιφάνεια τῆς τεράστιας φυλλωσιᾶς τοῦ δένδρου πού κάτω του καθόταν ὁ φακίρης ἦταν σάν νά κυμάτιζε ἤρεμα μέσα στο ἁπαλό φεγγαρόφωτο, ἐνῶ τό ἴδιο τό δένδρο ἄρχισε βαθμιαῖα νά διαλύεται καί νά χάνη το περίγραμμά του. Κυριολεκτώντας θά ἔλεγα ὅτι κάποιο ἀόρατο χέρι εἶχε ρίξει πάνω του ἕνα ἀέρινο κάλυμμα, πού ἀπό στιγμή σέ στιγμή γινόταν ὅλο καί πυκνότερο. Πολύ σύντομα ἐμφανίσθηκε ὁλοκάθαρα μπροστά στό ἔκπληκτο βλέμμα μας ἡ κυματιστή ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Μ᾽ ἕνα ἐλαφρό βουητό τό ἕνα κῦμα ἐρχόταν πίσω ἀπό τό ἄλλο σχηματίζοντας λευκούς ἀφρούς. Ἀνάλαφρα σύννεφα πετοῦσαν σ᾽ ἕναν οὐρανό πού εἶχει γίνει γαλανός. Θαμπωμένοι δέν μπορούσαμε νά ξεκολλήσουμε τό βλέμμα μας ἀπό αὐτή τήν καταπληκτική εἰκόνα.
Καί τότε φάνηκε μακρυά ἕνα ἄσπρο πλοῖο. Παχύς καπνός ξεχύνονταν ἀπό τίς δύο μεγάλες καμινάδες του. Μᾶς πλησίαζε γοργά σχίζοντας τά νερά. Μέ μεγάλη κατάπληξι ἀναγνωρίσαμε τό πλοῖο μας, αὐτό πού μᾶς ἔφερε στό Κολόμπο! Ἕνας ψίθυρος διαπέρασε ἀπ᾽ ἄκρη σ᾽ ἄκρη τό ὑπαίθριο θεωρεῖο μας, ὅταν διαβάσαμε στή πρύμνη μέ χρυσά ἀνάγλυφα γράμματα τό ὄνομα τοῦ πλοίου μας: Λουΐζα. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού μᾶς κατέπληξε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα ἦταν αὐτό τό ὁποῖο εἴδαμε πάνω στό πλοῖο – ἐμᾶς τούς ἴδιους! Ἄς μή ξεχνᾶμε ὅτι τόν καιρό πού συνέβησαν ὅλα αὐτά ὁ κινηματογράφος δέν εἶχε κἄν ἐπινοηθῆ καί ἦταν ἀδύνατο ἀκόμη καί νά συλλάβη κανείς κάτι παρόμοιο. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔβλεπε τόν ἑαυτό του στό κατάστρωμα τοῦ πλοίου ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού γελοῦσαν καί συζητοῦσαν. Αὐτό ὅμως, πού ἦταν ἰδιαίτερα ἐκπληκτικό ἦταν τό ἑξῆς: Ἔβλεπα ὄχι μόνο τόν ἑαυτό μου, ἀλλά ταυτόχρονα καί ὅλο τό κατάστρωμα τοῦ πλοίου, μέχρι καί τίς μικρότερες λεπτομέρειες, σάν σέ μιά πανοραμική κάτοψι – κάτι πού φυσικά εἶναι ἀδύνατο στήν πραγματικότητα. Σέ μιά καί τήν αὐτή στιγμή ἔβλεπα τόν ἑαυτό μου ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες, τούς ναυτικούς πού ἐργάζονταν στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ πλοίου καί τόν πλοίαρχο στήν καμπίνα του· ἀκόμη καί τόν πίθηκο Νέλλυ, τή συμπάθεια ὅλων μας, νά τρώη μπανάνες ἀνεβασμένη πάνω στόν κεντρικό ἱστό. Τήν ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ σύντροφοί μου καί μέ διαφορετικό τρόπο ὁ καθένας ἦταν ἐξαιρετικά ἀναστατωμένοι μέ ὅσα ἔβλεπαν καί ἐξωτερίκευαν τά συναισθήματά τους μέ σιγανά ἐπιφωνήματα καί ἀναστατωμένους ψιθύρους.
Εἶχα τελείως ξεχάσει ὅτι ἤμουν ἱερομόναχος καί προφανῶς δέν εἶχα καμμία δουλειά νά συμμετέχω σ᾽ ἕνα τέτοιο θέαμα. Ἡ γοητεία ἦταν τόσο δυνατή, πού ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά εἶχαν σωπάσει. Ἡ καρδιά μου ἄρχισε νά κτυπᾶ δυνατᾶ σέ συναγερμό. Ξαφνικά βρέθηκα ἐκτός ἑαυτοῦ. Ἕνας φόβος κατέλαβε ὅλη μου τή ὕπαρξι.
Τά χείλη μου ἄρχισαν νά κινοῦνται καί νά λένε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν!”. Ἀμέσως ἔνοιωσα ἀνακούφισι. Ἦταν σάν κάποιες μυστηριώδεις ἁλυσίδες νά πέφτουν ἀπο πάνω μου. Ἡ προσευχή γινόταν ὅλο καί πιό συγκεντρωμένη καί μαζί μ᾽ αὐτή ξαναγύριζε καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς μου. Συνέχιζα νά κοιτάζω πρός τό δένδρο καί ξαφνικά, σάν νά τήν ἔδιωχνε κάποιος ἄνεμος, ἡ εἰκόνα θόλωσε καί διαλύθηκε. Δέν ἔβλεπα τίποτε πιά ἐκτός ἀπό τό μεγάλο δένδρο μέσα στό φεγγαρόφωτο καί τό φακίρη καθισμένο δίπλα στή φωτιά καί σιωπηλό. Οἱ σύντροφοί μου, ὅμως, συνέχιζαν νά ἐξωτερικεύουν αὐτά τά ὁποῖα αἰσθάνονταν, καθώς ἀτένιζαν στήν εἰκόνα, πού γι᾽ αὐτούς δέν εἶχε χαθῆ.
Τότε, ὅμως, πρέπει κάτι νά συνέβη καί στό φακίρη. Ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί κύλησε στό πλάι. Ὁ νεαρός ἔτρεξε ἀλαφιασμένος. Ἡ πνευματιστική συγκέντρωσι διακόπηκε ἀπότομα.
Βαθειά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἐμπειρία τους οἱ θεατές σηκώθηκαν συζητώντας ζωηρά τίς ἐντυπώσεις τους καί χωρίς καθόλου νά καταλαβαίνουν γιά ποιό λόγο διακόπηκαν ὅλα τόσο ξαφνικά καί ἀναπάντεχα. Ὁ νεαρός τό ἀπέδωσε στήν ἐξάντλησι τοῦ φακίρη, ὁ ὁποῖος τώρα καθόταν ὅπως καί πρίν μέ τό κεφάλι χαμηλωμένο καί μή δίνοντας τήν παραμικρή προσοχή στούς παρισταμένους.
Ἡ ὁμάδα μας, ἀφοῦ μέσῳ τοῦ νεαροῦ ἀντάμειψε γενναιόδωρα τό φακίρη γιά τή δυνατότητα συμμετοχῆς σ᾽ ἕνα τόσο καταπληκτικό θέαμα, ἀνασυντάχθηκε γρήγορα γιά τήν ἐπιστροφή. Καθώς ξεκινούσαμε, ἄθελά μου γύρισα πάλι νά κοιτάξω, γιά νά ἐντυπώσω στή μνήμη μου τό ὅλο σκηνικό. Ξαφνικά ἀνατρίχιασα ἀπό μιά δυσάρεστη αἴσθησι. Τό βλέμμα μου συνάντησε τό βλέμμα τοῦ φακίρη, πού μέ κοίταζε γεμάτος ἀπό μίσος. Αὐτό κράτησε μόνο μιά στιγμή καί μετά ἐκεῖνος πῆρε πάλι ἀμέσως τή συνηθισμένη του στάσι. Ὅμως ἐκείνη ἡ ματιά ἄνοιξε μιά γιά πάντα τά μάτια τῆς ψυχῆς μου καί συνειδητοποίησα ἀμέσως τίνος δύναμι ἦταν αὐτή πού προκάλεσε ἐκεῖνο τό “θαῦμα”».