… μια ιστορία για την ιστορικότερη ανακωχή που συνάφθηκε ποτέ.
Κάθε Χριστούγεννα θυμάμαι μία ιστορία.
Σαν σήμερα πριν 2021 χρόνια γεννήθηκε ο Χριστός. Και σαν σήμερα πριν 107 χρόνια, μάλλον, ξαναγεννήθηκε.
Είμαστε σε Παγκόσμιο Πόλεμο, στον πρώτο (αν αυτό έχει κάποια σημασία). Στρατιώτες, Βρετανοί και Γερμανοί (αν αυτό έχει κάποια σημασία) πολεμούσαν νύχτα-μέρα στις λάσπες και τα χιόνια των χαρακωμάτων του Δυτικού μετώπου. Η 24η Δεκεμβρίου του 1914, όμως, ήταν για εκείνους διαφορετική.
Κανείς δεν πυροβόλησε εκείνη τη νύχτα. Όπως κάθε βράδυ έτσι κι εκείνο, όλοι το πέρασαν στα χαρακώματα κοιτώντας από τρύπες ανάμεσα σε στοίβες με τσουβάλια. Ξαφνικά οι στρατιώτες της μιας πλευράς βλέπουν πάνω στα τσουβάλια των απέναντι αναμμένα κεριά. Πριν προλάβουν να δώσουν «σύρμα» στο στρατόπεδο τούς βλέπουν να σκαρφαλώνουν στα δέντρα για να κρεμάσουν κι άλλα κεριά. Όλοι σε επιφυλακή για αυτή την εκτυλισσόμενη στρατηγική δίχως προηγούμενο. Με το πρόσωπό τους κολλημένο –κυριολεκτικά- στην παγωμένη καραμπίνα τους και το μάτι καρφωμένο κι έτοιμο να δώσει εντολή θανάτου στο δείκτη του χεριού τους που ακουμπούσε πειθαρχημένα –όχι και τόσο ψύχραιμα- τη σκανδάλη, οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής περίμεναν να δουν τι σκαρφίστηκαν οι «απέναντι».
Όμως, δεν άκουσαν ποδοβολητά. Ούτε άκουσαν το σφύριγμα της οβίδας που που συνήθως συνοδεύεται από τη στριγγλιά εκείνου που μένει ανάπηρος για μια ζωή. Δεν άκουσαν ούτε τη βροχή εκείνη από τις ατσάλινες σφαίρες που τους έκανε να αισθάνονται ένα νεύμα του κεφαλιού μακριά από το θάνατο.
Άκουσαν ένα τραγούδι. Ναι. Ένα τραγούδι. Δεν ήξεραν Γερμανικά. Δεν καταλάβαιναν τί λέξεις άκουγαν. Το ήξεραν όμως. Η μελωδία τούς ήταν γνωστή. Ήταν ένα Χριστουγεννιάτικο τραγούδι. Ήταν η «Άγια Νύχτα».
Το πρόσωπο των Βρετανών ζεστάθηκε και ξεκόλλησε σιγά-σιγά από την καραμπίνα τους. Τα μάτια χαλάρωσαν και ο δείκτης των χεριών τους έφυγε –λίγο- από τη σκανδάλη. Μερικοί νεότεροι άρχισαν να σιγοτραγουδούν μεταξύ τους το αντίστοιχο βρετανικό «Silent Night». Είχαν πια κοινό κώδικα επικοινωνίας. Για πρώτη φορά επιδίωκαν να συντονιστούν με τους απέναντι. Και τα κατάφεραν. Εκεί, στο δυτικό μέτωπο του Πολέμου (του Πρώτου Παγκοσμίου αν έχει κάποια σημασία) παιζόταν η πιο σπουδαία αυτοσχέδια συναυλία στην ιστορία της Ανθρωπότητας.
Οι Βρετανοί σήκωσαν ένα πλακάρντ που έγραφε «Merry Christmas» ενώ ένας Γερμανός άρχιζε να φωνάζει από την πλευρά του χριστουγεννιάτικες ευχές στα σπαστά αγγλικά που ήξερε. Χρειάστηκαν 3-4 απόπειρες για να καταλάβουν οι Βρετανοί τί έλεγε και να του απαντήσουν.
Αυτή την ιστορική μυσταγωγία έμελλε να διαταράξει μια σπαρακτική σιωπή. Μια σιωπή που θα έκανε τον παρατηρητή της ιστορίας μας, να ξαναχάσει την ελπίδα του στον Άνθρωπο. Ήταν οι Βρετανοί που κάλεσαν σε άπταιστα Γερμανικά τους αντιπάλους τους να πλησιάσουν για να ανταλλάξουν δώρα. Κανείς δεν απάντησε. Όσο Άγια κι αν γινόταν εκείνη η Νύχτα, ήταν δύσκολο να εμπιστευτείς εκείνον που χθες σημάδευε το κεφάλι σου. Αυτή η σιωπή θα έδινε τέλος στη σύντομη εκδήλωση αν ο Άνθρωπος ήταν ένας οργανισμός που από τη γέννηση του είχε την προδιάθεση να γίνει κακός, ύπουλος και μοχθηρός.
Αλλά, μάλλον, δε γεννιόμαστε τέτοιοι.
Τη σιγή της χριστουγεννιάτικης νύχτας έσπασε εκ νέου ένας χαμηλόβαθμος Γερμανός στρατιώτης. Δεν τραγούδησε. Αντίθετα σηκώθηκε μέσα από τα χαρακώματα και φώναξε δυνατά ”ΟΚ. You no shoot, I no shoot” και δίχως να περιμένει απάντηση, βγήκε από τον επιγενόμενο τάφο του. Πίστεψε στους απέναντι. Τους εμπιστεύθηκε. Όταν ξεκίνησε να περπατάει προς την «No Man’s Land» -την περιοχή που δεν ήταν κτήμα κανενός ή για να το πούμε διαφορετικά, ήταν κτήμα των νεκρών του- ήταν σαν να ακροβατούσε σε ένα τεντωμένο σύρμα έτοιμο να σπάσει, παρά το γεγονός ότι η περιοχή ήταν μια απέραντη και εντελώς επίπεδη πεδιάδα. Για αυτό και κρατούσε τα χέρια του ψηλά. Για να μην πέσει…
Ένας Βρετανός έκανε το ίδιο. Βγήκε από τα χαρακώματα με τα χέρια ψηλά -για ισορροπία- και ξαφνικά το έδαφος άρχισε να μοιάζει μετά από καιρό με πεδιάδα. Συναντήθηκαν κάπου στη μέση, βγάλανε τα κράνη τους και αντάλλαξαν μια αληθινή χειραψία. Μια χειραψία εμπιστοσύνης. Ίσως την πιο δυνατή χειραψία του πολέμου εκείνου. Ίσως την πιο δυνατή χειραψία του κόσμου. Μια χειραψία που θα έσπαγε με αλυσιδωτά «κρακ» όλους τους κόμπους των δακτύλων αν γινόταν με κάποιον αξιωματούχο ή πολιτικό της εποχής.
Το παράδειγμά τους ακολούθησαν κι άλλοι. Ένας-ένας οι στρατιώτες εγκατέλειπαν τα χαρακώματα, άφηναν τα όπλα τους και δίνανε εν τέλει τα χέρια στη No Man’s Land. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκαν να ανταλλάζουν μεταξύ τους τσιγάρα, κουμπιά, καπέλα. Ήταν ασύλληπτη η ταχύτητα με την οποία εμπιστεύθηκαν ο ένας τον άλλον. Κι ήταν αυτή η εμπιστοσύνη που έκανε το τεντωμένο σχοινί να μοιάζει πλέον εύφορη πεδιάδα. Καθίσαν μαζί, ήπιαν μαζί και γέλασαν μαζί, προσπαθώντας ο ένας να μιλήσει τη γλώσσα του άλλου. Λίγο αργότερα ένας Γερμανός, έτρεξε στην πλευρά του και βγήκε από τα χαρακώματα κρατώντας μια μπάλα. Την πέταξε στην No Man’s Land κι αυτή άρχισε να «σπαραταράει» στο έδαφος για να αρχίσει ένα μοναδικό στην Ιστορία «φιλικό» παιχνίδι. 3-2 έγραψε το σκορ για τους Βρετανούς.
Το τέλος της νύχτας τούς βρήκε τον καθένα στην πλευρά του, έχοντας ζήσει την ιστορικότερη ανακωχή που συνάφθηκε ποτέ. Μια ανακωχή που δεν συμφωνήθηκε από ανωτέρους ούτε από πολιτικούς. Μια ανακωχή αυθόρμητη, μεταξύ των ανθρώπων της πρώτης γραμμής βασισμένη στην αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη. Ίσως, για αυτό και οι πρωτεργάτες της, το επόμενο πρωί πέρασαν στρατοδικείο. Στους αξιωματικούς δεν άρεσε καθόλου αυτή η πρωτοβουλία.
Ένας Βρετανός στρατιώτης που ήταν παρών, χρόνια μετά το τέλος του καταστρεπτικού πολέμου είπε: «Οι στιγμές εκείνες απέδειξαν σε όλους, ότι αν είχαμε την κατάσταση στα χέρια μας, δε θα ξοδευόταν ούτε μια σφαίρα».
Για αυτούς τους στρατιώτες (Βρετανούς και Γερμανούς αν έχει κάποια σημασία) εκείνου του πολέμου (του Πρώτου Παγκοσμίου αν έχει κάποια σημασία) ακούστε σήμερα το Silent Night. Γιατί αυτοί οι στρατιώτες, στα ενδεχομένως τελευταία Χριστούγεννα της ζωής τους, μέσα στις πιο μαύρες νύχτες της ανθρώπινης ιστορίας, ζήσαν την πιο αληθινή Άγια Νύχτα.
Και με αυτό τον τρόπο έδωσαν την πιο εκκωφαντική απάντηση στο παντοτινό ερώτημα του «αν ο Άνθρωπος γεννιέται καλός ή κακός».
Ας γίνει, λοιπόν, το “You no shoot, I no shoot” το πρώτο βήμα για να εμπιστευτούμε και να αγαπήσουμε το διπλανό μας. Αυτή είναι η ευχή που σκέφτομαι για τον κόσμο κάθε τέλος του χρόνου από τη μέρα που διάβασα για την παραπάνω ιστορία.
Είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσουμε Άγιες Νύχτες.