Σάββας
Ηλιάδης
Ηλιάδης
Δάσκαλος
Γράφει ο υμνογράφος για
το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου, την μνήμη του οποίου γιορτάζουμε αύριο: «Έχοντας
βαθιά την πίστη στην καρδιά σου και με ρωμαλέο φρόνημα, προτίμησες με τη θέλησή
σου το άθλημα του μαρτυρίου, ένδοξε, περιφρονώντας το σώμα σου, το οποίο ούτως
ή άλλως επρόκειτο να φθαρεί από τον χρόνο, επιμελούμενος δε με την άνωθεν σοφία
την ψυχή σου. Έτσι, αφού υπέστης πολλά βάσανα και με ποικίλους τρόπους,
πυρώθηκες και έλαμψες επταπλάσια, σαν το χρυσάφι, Γεώργιε». (Τροπάριο του Εσπερινού – Απόδοση στην
Νεοελληνική ).
το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου, την μνήμη του οποίου γιορτάζουμε αύριο: «Έχοντας
βαθιά την πίστη στην καρδιά σου και με ρωμαλέο φρόνημα, προτίμησες με τη θέλησή
σου το άθλημα του μαρτυρίου, ένδοξε, περιφρονώντας το σώμα σου, το οποίο ούτως
ή άλλως επρόκειτο να φθαρεί από τον χρόνο, επιμελούμενος δε με την άνωθεν σοφία
την ψυχή σου. Έτσι, αφού υπέστης πολλά βάσανα και με ποικίλους τρόπους,
πυρώθηκες και έλαμψες επταπλάσια, σαν το χρυσάφι, Γεώργιε». (Τροπάριο του Εσπερινού – Απόδοση στην
Νεοελληνική ).
Ως ύψιστο αγαθό χαρακτήρισαν την ζωή και
την υγεία οι υπεύθυνοι επιστήμονες, πολιτικοί και λοιποί, ασχολούμενοι με την
αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και καλώς έπραξαν από μέρους τους. Στο
ίδιο όμως μήκος κύματος κινήθηκε και η ανακοίνωση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας: «Αὐτό
ἔπραξε καί ἡ Ἐκκλησία μας. Ἐνώπιον τῆς ἀγωνίας τοῦ ἀνθρώπου νά διατηρήσει τό ὕψιστο
ἐπί γῆς ἀγαθό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑγείας, ταπεινώθηκε καί συμπορεύθηκε μέ τόν πόνο
καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου», γράφει.
την υγεία οι υπεύθυνοι επιστήμονες, πολιτικοί και λοιποί, ασχολούμενοι με την
αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού και καλώς έπραξαν από μέρους τους. Στο
ίδιο όμως μήκος κύματος κινήθηκε και η ανακοίνωση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας: «Αὐτό
ἔπραξε καί ἡ Ἐκκλησία μας. Ἐνώπιον τῆς ἀγωνίας τοῦ ἀνθρώπου νά διατηρήσει τό ὕψιστο
ἐπί γῆς ἀγαθό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑγείας, ταπεινώθηκε καί συμπορεύθηκε μέ τόν πόνο
καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀνθρώπου», γράφει.
Η
ανακοίνωση βέβαια, διακρίνεται για την ευαισθησία της, και τον σεβασμό στον
συνάνθρωπο. Θυμίζει όμως το γνωστό και συχνά εκφερόμενο απόφθεγμα της καθημερινότητας, μεταξύ ανθρώπων άσχετων
με την πίστη: «Πάνω απ᾿ όλα η υγεία»! Αλλά η Εκκλησία δεν είναι κόσμος και το
Ευαγγέλιο του Χριστού μάς διδάσκει με το παράδειγμα των αγίων, να βλέπουμε την
ζωή κυρίως από άλλη άποψη. Να υπακούσουμε και να πορευτούμε «δι᾿ άλλης οδού»
και να αναζητούμε τα πράγματα αδιαλείπτως και επιμόνως ακόμη πιο πέρα από τα
σύνορα της παρούσης ζωής, του παρόντος αιώνος, του απατεώνος.
ανακοίνωση βέβαια, διακρίνεται για την ευαισθησία της, και τον σεβασμό στον
συνάνθρωπο. Θυμίζει όμως το γνωστό και συχνά εκφερόμενο απόφθεγμα της καθημερινότητας, μεταξύ ανθρώπων άσχετων
με την πίστη: «Πάνω απ᾿ όλα η υγεία»! Αλλά η Εκκλησία δεν είναι κόσμος και το
Ευαγγέλιο του Χριστού μάς διδάσκει με το παράδειγμα των αγίων, να βλέπουμε την
ζωή κυρίως από άλλη άποψη. Να υπακούσουμε και να πορευτούμε «δι᾿ άλλης οδού»
και να αναζητούμε τα πράγματα αδιαλείπτως και επιμόνως ακόμη πιο πέρα από τα
σύνορα της παρούσης ζωής, του παρόντος αιώνος, του απατεώνος.
Είναι αλήθεια πως επιφέρουν πόνο και αγωνία
στον άνθρωπο οι ασθένειες. Είναι πολύ φυσικό και ο πεπτωκώς άνθρωπος να φοβάται
μην χάσει την υγεία του και έχει χρέος να την φροντίζει. Αλλά είτε το θέλουμε
είτε όχι, ο ανώτερος πόνος και η αγωνία του κάθε Χριστιανού έχει απώτερο σκοπό,
τήν αιωνιότητα. «Ου το αποθανείν κακόν, αλλά το κακώς αποθανείν», μας λέει ο
άγιος Χρυσόστομος.
στον άνθρωπο οι ασθένειες. Είναι πολύ φυσικό και ο πεπτωκώς άνθρωπος να φοβάται
μην χάσει την υγεία του και έχει χρέος να την φροντίζει. Αλλά είτε το θέλουμε
είτε όχι, ο ανώτερος πόνος και η αγωνία του κάθε Χριστιανού έχει απώτερο σκοπό,
τήν αιωνιότητα. «Ου το αποθανείν κακόν, αλλά το κακώς αποθανείν», μας λέει ο
άγιος Χρυσόστομος.
Και ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Να κλαις για
την αμαρτία. Αυτή είναι η αρρώστια της ψυχής, αυτή είναι ο θάνατος της αθάνατης
ψυχής, αυτής της αξίζει να πενθούμε, να κλαίμε και να οδυρόμαστε ασταμάτητα. Γι᾿
αυτήν αξίζει να τρέχει κάθε δάκρυ και να μην σταματούν οι στεναγμοί, που θα
εξέρχονται από τα βάθη της καρδιάς».
την αμαρτία. Αυτή είναι η αρρώστια της ψυχής, αυτή είναι ο θάνατος της αθάνατης
ψυχής, αυτής της αξίζει να πενθούμε, να κλαίμε και να οδυρόμαστε ασταμάτητα. Γι᾿
αυτήν αξίζει να τρέχει κάθε δάκρυ και να μην σταματούν οι στεναγμοί, που θα
εξέρχονται από τα βάθη της καρδιάς».
Ο Μέγας Βασίλειος στο
βιβλίο της Γενέσεως και στον στίχο: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿
εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν…». (Γεν. 1,26), ερμηνεύει: «Το μεν κατ᾿
εικόνα μας δόθηκε να υπάρχει μέσα στη φύση μας, το δε καθ᾿ ομοίωση στην
προαίρεσή μας, το οποίο κατορθώνουμε κατόπιν με τη θέλησή μας». Ο δε άγιος
Ισίδωρος λέει: «… η μεν δημιουργία διασώζει το κατ᾿ εικόνα, η δε προαίρεση το
καθ᾿ ομοίωση». Αλλά, σχολιάζει ο Ιωήλ Γιαννακόπουλος, το καθ᾿ ομοίωση αρχίζει
από εδώ, απ᾿ αυτήν την ζωή και κορυφώνεται στην άλλη ζωή, όπου «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα,
ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». (Α΄Ιω. 3,2). Ο δε Παναγιώτης Τρεμπέλας, στον
στίχο αυτό του Ιωάννη συμπληρώνει πως, ό,τι είμαστε προς το παρόν, (δηλαδή
«τέκνα Θεού», διά του Βαπτίσματος, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη)
δικαιολογεί την πεποίθησή μας για το μέλλον, κατά το οποίο θα σημειωθεί η και «ενεργείᾳ»
πλήρης ανάπτυξη εκείνου, το οποίο υπάρχει ήδη μέσα μας «δυνάμει». Και συνεχίζει:
«Το να γίνουμε όμοιοι προς τον δεδοξασμένο Κύριό μας αποτελεί τον ύψιστο σκοπό
της ζωής μας και τον ύψιστο προορισμό μας. Όλοι οι πόθοι μας και τα ιδανικά μας
ως Χριστιανών προς αυτό κατευθύνονται· να εξομοιωθούμε προς τον ενανθρωπήσαντα
και δεδοξασμένο Υιό του Θεού και να μετάσχουμε στην δόξα του και στην
μακαριότητά του». Να γίνουμε όμοιοι, εν πλήρη ελευθερία, «ως θεοί κατά χάριν με
τον κατά φύσιν Θεό», πάλι κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
βιβλίο της Γενέσεως και στον στίχο: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿
εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν…». (Γεν. 1,26), ερμηνεύει: «Το μεν κατ᾿
εικόνα μας δόθηκε να υπάρχει μέσα στη φύση μας, το δε καθ᾿ ομοίωση στην
προαίρεσή μας, το οποίο κατορθώνουμε κατόπιν με τη θέλησή μας». Ο δε άγιος
Ισίδωρος λέει: «… η μεν δημιουργία διασώζει το κατ᾿ εικόνα, η δε προαίρεση το
καθ᾿ ομοίωση». Αλλά, σχολιάζει ο Ιωήλ Γιαννακόπουλος, το καθ᾿ ομοίωση αρχίζει
από εδώ, απ᾿ αυτήν την ζωή και κορυφώνεται στην άλλη ζωή, όπου «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα,
ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι». (Α΄Ιω. 3,2). Ο δε Παναγιώτης Τρεμπέλας, στον
στίχο αυτό του Ιωάννη συμπληρώνει πως, ό,τι είμαστε προς το παρόν, (δηλαδή
«τέκνα Θεού», διά του Βαπτίσματος, κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη)
δικαιολογεί την πεποίθησή μας για το μέλλον, κατά το οποίο θα σημειωθεί η και «ενεργείᾳ»
πλήρης ανάπτυξη εκείνου, το οποίο υπάρχει ήδη μέσα μας «δυνάμει». Και συνεχίζει:
«Το να γίνουμε όμοιοι προς τον δεδοξασμένο Κύριό μας αποτελεί τον ύψιστο σκοπό
της ζωής μας και τον ύψιστο προορισμό μας. Όλοι οι πόθοι μας και τα ιδανικά μας
ως Χριστιανών προς αυτό κατευθύνονται· να εξομοιωθούμε προς τον ενανθρωπήσαντα
και δεδοξασμένο Υιό του Θεού και να μετάσχουμε στην δόξα του και στην
μακαριότητά του». Να γίνουμε όμοιοι, εν πλήρη ελευθερία, «ως θεοί κατά χάριν με
τον κατά φύσιν Θεό», πάλι κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.
Και αφού ο σκοπός της εν Χριστώ ζωής, από
εδώ ακόμη, είναι η πορεία προς το καθ᾿ ομοίωση, παύει η ζωή καθ᾿ εαυτήν να
είναι το ύψιστο αγαθό. Άρα, η ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγιστο
αγαθό, αλλά όχι ως ύψιστό. Ύψιστος πόνος δε και αγωνία του Χριστιανού είναι
αυτός ο οποίος αποφέρει εν ταπεινώσει καρπούς της θείας Χάριτος. Αν η επίγεια
ζωή είναι το ύψιστο αγαθό, τότε δεν θα είχαμε στην πατρίδα ήρωες και στην
Εκκλησία μας μάρτυρες και ομολογητές αγίους, διότι θα έγερνε η καρδιά τους προς
το «νυν φευ ζην», αφού θα είχαν εγκαταλείψει το «αεί ευ ζην». Αλλά επιπλέον,
όλοι όσοι γεννήθηκαν σε αυτήν την ζωή και έμειναν βαριά άρρωστοι δίχως θεραπεία
μέχρι το θάνατό τους, ανάπηροι, δια βίου κλινήρεις, διανοητικά υστερούντες, θα
ήταν οι πιο αδικημένοι άνθρωποι από έναν άδικο Θεό. Όμως έχουμε αγίους, που
προέρχονται από αυτές τις κατηγορίες.
εδώ ακόμη, είναι η πορεία προς το καθ᾿ ομοίωση, παύει η ζωή καθ᾿ εαυτήν να
είναι το ύψιστο αγαθό. Άρα, η ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγιστο
αγαθό, αλλά όχι ως ύψιστό. Ύψιστος πόνος δε και αγωνία του Χριστιανού είναι
αυτός ο οποίος αποφέρει εν ταπεινώσει καρπούς της θείας Χάριτος. Αν η επίγεια
ζωή είναι το ύψιστο αγαθό, τότε δεν θα είχαμε στην πατρίδα ήρωες και στην
Εκκλησία μας μάρτυρες και ομολογητές αγίους, διότι θα έγερνε η καρδιά τους προς
το «νυν φευ ζην», αφού θα είχαν εγκαταλείψει το «αεί ευ ζην». Αλλά επιπλέον,
όλοι όσοι γεννήθηκαν σε αυτήν την ζωή και έμειναν βαριά άρρωστοι δίχως θεραπεία
μέχρι το θάνατό τους, ανάπηροι, δια βίου κλινήρεις, διανοητικά υστερούντες, θα
ήταν οι πιο αδικημένοι άνθρωποι από έναν άδικο Θεό. Όμως έχουμε αγίους, που
προέρχονται από αυτές τις κατηγορίες.
Όσα και αν γράφονται, όσα και αν λέγονται
για την σημερινή ταπείνωση της Εκκλησίας, δεν αλλάζει τίποτε, αν δεν θελήσουμε
να μοιάσουμε τους αγίους μας. Χωρίς την ελπίδα και την προσδοκία της
αιωνιότητος, χωρίς έμπρακτη μετάνοια, χωρίς την κυριολεκτική σημασία της λέξεως
«επιστροφή»! Επιστροφή στα πάτρια, στα κληρονομηθέντα από τους αγίους
πατροπαράδοτα «απόκοσμα» έθη. Επιστροφή, τουλάχιστον στην προ Κολυμπαρίου
εποχή! Τουλάχιστον! Αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια δυνατότητα
από την Ιεραρχία μας, καθώς είναι φυλακισμένη στις δαγκάνες του Οικουμενισμού.
για την σημερινή ταπείνωση της Εκκλησίας, δεν αλλάζει τίποτε, αν δεν θελήσουμε
να μοιάσουμε τους αγίους μας. Χωρίς την ελπίδα και την προσδοκία της
αιωνιότητος, χωρίς έμπρακτη μετάνοια, χωρίς την κυριολεκτική σημασία της λέξεως
«επιστροφή»! Επιστροφή στα πάτρια, στα κληρονομηθέντα από τους αγίους
πατροπαράδοτα «απόκοσμα» έθη. Επιστροφή, τουλάχιστον στην προ Κολυμπαρίου
εποχή! Τουλάχιστον! Αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια δυνατότητα
από την Ιεραρχία μας, καθώς είναι φυλακισμένη στις δαγκάνες του Οικουμενισμού.
Άρχισαν ήδη κάποιοι «ευαίσθητοι»,
πρωταγωνιστές των προδοτικών ενεργειών (Κολυμπάρι, αναγνώριση
εκκλησιαστικότητας σε αιρέσεις, συμπροσευχές με αιρετικούς, μουσουλμάνους και
αλλοθρήσκους, κλπ), άρχισαν τις διαμαρτυρίες, τα κλαψουρίσματα, τα κροκοδείλια
δάκρυα. Άρχισαν να γράφουν ιστοριούλες
δακρύβρεχτες, κατάλληλες για να συγκινήσουν «γυναικάρια». Επίσης γελοίες δικαιολογίες και παιδαριώδεις
καταγγελίες κατά των τάχα εχθρών και αντιπάλων τους πολιτικών. Μόνο και μόνο
για να καταστείλουν τις συνειδήσεις τους, έναντι των κακών που διέπραξαν εις
βάρος του απλού λαού της Εκκλησίας ή να δημιουργήσουν περί αυτούς το κατάλληλο
κλίμα υστεροφημίας. Τελείωσαν όμως καθώς φαίνεται, τα ψέματα! Από δω και πέρα
ναι ή όχι στην Αλήθεια! Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο!
πρωταγωνιστές των προδοτικών ενεργειών (Κολυμπάρι, αναγνώριση
εκκλησιαστικότητας σε αιρέσεις, συμπροσευχές με αιρετικούς, μουσουλμάνους και
αλλοθρήσκους, κλπ), άρχισαν τις διαμαρτυρίες, τα κλαψουρίσματα, τα κροκοδείλια
δάκρυα. Άρχισαν να γράφουν ιστοριούλες
δακρύβρεχτες, κατάλληλες για να συγκινήσουν «γυναικάρια». Επίσης γελοίες δικαιολογίες και παιδαριώδεις
καταγγελίες κατά των τάχα εχθρών και αντιπάλων τους πολιτικών. Μόνο και μόνο
για να καταστείλουν τις συνειδήσεις τους, έναντι των κακών που διέπραξαν εις
βάρος του απλού λαού της Εκκλησίας ή να δημιουργήσουν περί αυτούς το κατάλληλο
κλίμα υστεροφημίας. Τελείωσαν όμως καθώς φαίνεται, τα ψέματα! Από δω και πέρα
ναι ή όχι στην Αλήθεια! Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο!
Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, έχει χρέος και
καθήκον να διαλαλεί την παρουσία της αντίθετα στο ρεύμα του κόσμου. Σε κάθε
ευκαιρία να υπενθυμίζει με απόλυτη ιερότητα την προσωρινότητα αυτής της ζωής. Η
σημερινή βιοθεωρία και κοσμοθεωρία καθιέρωσαν ως αυτοσκοπό και στη δική μας
ζωή την μακροζωία και το κυνήγι της
ευδαιμονίας. Οφείλει λοιπόν να διδάσκει επίμονα και με ιερό ζήλο, σε πείσμα των
καιρών, πως η ύψιστη ενυπόστατη ελπίδα του ανθρώπου βρίσκεται αποταμιευμένη στο
Ευαγγέλιο και στην Παράδοσή της και δεν τελειώνει στα ελπιζόμενα της παρούσας ζωής, πίσω από τα οποία παραμονεύει το φοβερό και
δαιμονικό αδιέξοδο! Να φωνάζει, να κράζει στα πέρατα της γης: Έλθετε και ίδετε!!!
καθήκον να διαλαλεί την παρουσία της αντίθετα στο ρεύμα του κόσμου. Σε κάθε
ευκαιρία να υπενθυμίζει με απόλυτη ιερότητα την προσωρινότητα αυτής της ζωής. Η
σημερινή βιοθεωρία και κοσμοθεωρία καθιέρωσαν ως αυτοσκοπό και στη δική μας
ζωή την μακροζωία και το κυνήγι της
ευδαιμονίας. Οφείλει λοιπόν να διδάσκει επίμονα και με ιερό ζήλο, σε πείσμα των
καιρών, πως η ύψιστη ενυπόστατη ελπίδα του ανθρώπου βρίσκεται αποταμιευμένη στο
Ευαγγέλιο και στην Παράδοσή της και δεν τελειώνει στα ελπιζόμενα της παρούσας ζωής, πίσω από τα οποία παραμονεύει το φοβερό και
δαιμονικό αδιέξοδο! Να φωνάζει, να κράζει στα πέρατα της γης: Έλθετε και ίδετε!!!