(τί ἔκαναν
ἄλλοτε σέ παρόμοιες περιπτώσεις οἱ χριστιανοί καί τί οἱ εἰδωλολάτρες, τήν θέση
τῶν ὁποίων ἔχουν πάρει σήμερα οἱ ἄθεοι καί οἱ ἀντίχριστοι)
ἄλλοτε σέ παρόμοιες περιπτώσεις οἱ χριστιανοί καί τί οἱ εἰδωλολάτρες, τήν θέση
τῶν ὁποίων ἔχουν πάρει σήμερα οἱ ἄθεοι καί οἱ ἀντίχριστοι)
Ἀδελφοί μου,
– Ἡ πανδημία εἶναι κάτι πού ἐμφανίζεται στήν
ζωή τῶν ἀνθρώπων, διαχρονικά, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ἕως καί σήμερα. Πολλές
πανδημίες σημάδεψαν τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητας καί ἀντιμετωπίζονταν ἀνάλογα μέ τήν
πνευματική κατάσταση πού ὑπῆρχε στόν κόσμο τήν περίοδο ἐκείνη.
ζωή τῶν ἀνθρώπων, διαχρονικά, ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ἕως καί σήμερα. Πολλές
πανδημίες σημάδεψαν τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητας καί ἀντιμετωπίζονταν ἀνάλογα μέ τήν
πνευματική κατάσταση πού ὑπῆρχε στόν κόσμο τήν περίοδο ἐκείνη.
– Ἡ σημερινή, λεγόμενη, «πανδημία» δέν ἔχει
σχέση μέ τήν λέξη καί οὔτε μέ τό νόημα τῆς ἀληθινῆς πανδημίας. Πανδημία
σημαίνει καθολική (δηλαδή γενική) ἐξάπλωση ἐπιδημίας σ’ ὅλη τή χώρα, σύμπας ὁ
λαός (πάντες ὁμοῦ), σάν ἕνα σῶμα ἀσθενοῦν.
σχέση μέ τήν λέξη καί οὔτε μέ τό νόημα τῆς ἀληθινῆς πανδημίας. Πανδημία
σημαίνει καθολική (δηλαδή γενική) ἐξάπλωση ἐπιδημίας σ’ ὅλη τή χώρα, σύμπας ὁ
λαός (πάντες ὁμοῦ), σάν ἕνα σῶμα ἀσθενοῦν.
– Πανδημία εἶναι ἡ ἀσθένεια πού πλήττει ὅλους
τούς ἀνθρώπους καί οἱ θάνατοι τότε εἶναι τόσοι πολλοί πού δέν προλαβαίνουν οἱ
λίγοι νά θάψουν τούς πολλούς, ἀλλά καί δέν ὑπάρχουν οὔτε αὐτοί οἱ λίγοι.
τούς ἀνθρώπους καί οἱ θάνατοι τότε εἶναι τόσοι πολλοί πού δέν προλαβαίνουν οἱ
λίγοι νά θάψουν τούς πολλούς, ἀλλά καί δέν ὑπάρχουν οὔτε αὐτοί οἱ λίγοι.
– Ἡ σημερινή κατάσταση τῆς γρίππης αὐτῆς
φανερώνει καί τή δική μας κατάσταση ἀπέναντι στόν Θεόν, ἀλλά, καί ἀπέναντι στόν
ἄνθρωπο. Οἱ ἀπάνθρωποι, δυστυχῶς, νόμοι ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεόν,
τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν συνάνθρωπό του, τό παιδί ἀπό τήν μάνα καί τόν πατέρα, καί
τόν πατέρα καί τήν μάνα ἀπό τό παιδί.
φανερώνει καί τή δική μας κατάσταση ἀπέναντι στόν Θεόν, ἀλλά, καί ἀπέναντι στόν
ἄνθρωπο. Οἱ ἀπάνθρωποι, δυστυχῶς, νόμοι ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεόν,
τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν συνάνθρωπό του, τό παιδί ἀπό τήν μάνα καί τόν πατέρα, καί
τόν πατέρα καί τήν μάνα ἀπό τό παιδί.
– «Μήν ἔρχεσαι κοντά μου, μή μέ ἀκουμπᾶς,
φόρεσε τή μάσκα, βάλε τά γάντια, στάσου μακριά, κ.λπ.». Διαλύθηκε ἡ κοινωνία
καί ἔπαψαν οἱ ἄνθρωποι νά ἐκφράζονται καί νά φανερώνουν τήν ἀγάπη μεταξύ τους.
Οἱ ἄνθρωποι γιά νά ζήσουν χάνουν τήν ἀνθρωπιά τους καί γίνονται ἀντικοινωνικά ὄντα,
συσσωρεύοντας μύρια ψυχολογικά νοσήματα. Ἔτσι μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά κατάσταση ξένη
μέ τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά μέ τήν ὁποία εἴχαμε μάθει μέχρι σήμερα νά ζοῦμε.
φόρεσε τή μάσκα, βάλε τά γάντια, στάσου μακριά, κ.λπ.». Διαλύθηκε ἡ κοινωνία
καί ἔπαψαν οἱ ἄνθρωποι νά ἐκφράζονται καί νά φανερώνουν τήν ἀγάπη μεταξύ τους.
Οἱ ἄνθρωποι γιά νά ζήσουν χάνουν τήν ἀνθρωπιά τους καί γίνονται ἀντικοινωνικά ὄντα,
συσσωρεύοντας μύρια ψυχολογικά νοσήματα. Ἔτσι μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά κατάσταση ξένη
μέ τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά μέ τήν ὁποία εἴχαμε μάθει μέχρι σήμερα νά ζοῦμε.
– Ἀπομακρυνθήκαμε πρῶτα-πρῶτα ἀπό τόν Θεόν.
– Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν συνάνθρωπό μας.
– Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τούς φίλους καί τούς
γνωστούς μας.
γνωστούς μας.
– Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τούς γονεῖς μας.
– Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τά παιδιά μας.
– Μείναμε μόνοι. Καί «οὐαί τῷ ἑνί», ἀλλοίμονο
στόν ἕνα. Καί, κάπου ἀλλοῦ λέγει: «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τόν Θεόν
σου».
στόν ἕνα. Καί, κάπου ἀλλοῦ λέγει: «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου; Εἶδες Κύριον τόν Θεόν
σου».
– Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἀντιμετώπιζαν ἐντελῶς
διαφορετικά κάθε πανδημία πού ἐνέσκηπτε μέσα στή ζωή τους. Σέ τέτοιες
περιπτώσεις ξεχώριζαν οἱ ἐναπομείναντες πιστοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐκεῖ
φαίνονταν ποιοί ἦταν ἀληθινά ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀπάνθρωπους, ξεχώριζαν οἱ
ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, αὐτούς πού εἶχαν σάν κέντρο τῆς ζωῆς
τους τόν ἑαυτό τους καί ὄχι τόν Θεόν.
διαφορετικά κάθε πανδημία πού ἐνέσκηπτε μέσα στή ζωή τους. Σέ τέτοιες
περιπτώσεις ξεχώριζαν οἱ ἐναπομείναντες πιστοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐκεῖ
φαίνονταν ποιοί ἦταν ἀληθινά ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀπάνθρωπους, ξεχώριζαν οἱ
ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, αὐτούς πού εἶχαν σάν κέντρο τῆς ζωῆς
τους τόν ἑαυτό τους καί ὄχι τόν Θεόν.
– Κατακλείουμε μέ ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον κείμενο
τοῦ 3ου αἰῶνος, τοῦ
τοῦ 3ου αἰῶνος, τοῦ
ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας,
Ἑορταστική Ἐπιστολή πρός τούς ἀδελφούς τῆς Ἀλεξαδρείας, (ΒΕΠ 17, 217 – 218),
στό ὁποῖο φαίνεται τό πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ πιστοί χριστιανοί τήν ἐπιδημία τῆς ἐποχῆς
τους καί πῶς οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ καθένας μπορεῖ νά κάνει τίς συγκρίσεις καί νά ἐξάγει
τά συμπεράσματά του: «Τώρα πραγματικά ὅλα θρηνοῦν καί ὅλοι πενθοῦν, καί ὁλόγυρα
στήν πόλη ἀκούγονται γοερά κλάματα ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ἐκείνων πού ἔχουν
πεθάνει καί πεθαίνουν κάθε μέρα… Οἱ περισσότεροι λοιπόν ἀπό τούς ἀδελφούς μας, ἀπό
πολύ μεγάλη καί ἀδερφική ἀγάπη, ἀφοσιωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί χωρίς νά ὑπολογίζουν
τίς συνέπειες γιά τόν ἑαυτό τους, ἔκαναν ἐπισκέψεις στούς ἄρρωστους, τούς
προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες τους, τούς περιποιοῦνταν ἐν Χριστῷ καί πέθαιναν
πολύ εὐχαρίστως μαζί τους, ἀφοῦ προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση ἀπό τήν ἐπαφή
τους μέ τούς ἄλλους, κολλοῦσαν τήν ἀρρώστια ἀπό τούς πλησίον καί, μέ τή θέλησή
τους, δοκίμαζαν τούς πόνους. Καί πολλοί, ἀφοῦ περιποιήθηκαν τούς ἄλλους στήν ἀρρώστια
τους καί τούς ἔδωσαν δύναμη, οἱ ἴδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο
τόν θάνατο ἐκείνων στούς ἑαυτούς τους. Οἱ ἄριστοι λοιπόν ἀπό τούς ἀδελφούς μας
καί μερικοί πρεσβύτεροι καί διάκονοι καί λαϊκοί μέ αὐτό τόν τρόπο ἔφυγαν ἀπό τή
ζωή, ἐπαινούμενοι πολύ, ἔτσι ὥστε καί αὐτό τό εἶδος τοῦ θανάτου, πού ἦταν ἀποτέλεσμα
μεγάλης εὐσέβειας καί δυνατῆς πίστεως, νά μή φαίνεται καθόλου ὅτι εἶναι
κατώτερο ἀπό τό Μαρτύριο. Καί ἀφοῦ μέ ἁπλωμένα χέρια σήκωναν τά σώματα τῶν Ἁγίων
στήν ἀγκαλιά τους, καί τούς ἔκλειναν τά μάτια καί τά στόματα καί τούς μετέφεραν
πάνω στούς ὤμους, καί τούς σαβάνωναν καί τούς ἔλουζαν καί τούς στόλιζαν μέ τή
νεκρική στολή, μετά ἀπό λίγο χρόνο, τό ἴδιο γινόταν καί σ’ αὐτούς, γιατί,
πάντοτε ἐκεῖνοι πού ἀπέμεναν στή ζωή, ἀκολουθοῦσαν στόν θάνατο αὐτούς πού
πέθαναν προηγουμένως.
Ἑορταστική Ἐπιστολή πρός τούς ἀδελφούς τῆς Ἀλεξαδρείας, (ΒΕΠ 17, 217 – 218),
στό ὁποῖο φαίνεται τό πῶς ἀντιμετώπιζαν οἱ πιστοί χριστιανοί τήν ἐπιδημία τῆς ἐποχῆς
τους καί πῶς οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ καθένας μπορεῖ νά κάνει τίς συγκρίσεις καί νά ἐξάγει
τά συμπεράσματά του: «Τώρα πραγματικά ὅλα θρηνοῦν καί ὅλοι πενθοῦν, καί ὁλόγυρα
στήν πόλη ἀκούγονται γοερά κλάματα ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ἐκείνων πού ἔχουν
πεθάνει καί πεθαίνουν κάθε μέρα… Οἱ περισσότεροι λοιπόν ἀπό τούς ἀδελφούς μας, ἀπό
πολύ μεγάλη καί ἀδερφική ἀγάπη, ἀφοσιωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί χωρίς νά ὑπολογίζουν
τίς συνέπειες γιά τόν ἑαυτό τους, ἔκαναν ἐπισκέψεις στούς ἄρρωστους, τούς
προσέφεραν τίς ὑπηρεσίες τους, τούς περιποιοῦνταν ἐν Χριστῷ καί πέθαιναν
πολύ εὐχαρίστως μαζί τους, ἀφοῦ προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση ἀπό τήν ἐπαφή
τους μέ τούς ἄλλους, κολλοῦσαν τήν ἀρρώστια ἀπό τούς πλησίον καί, μέ τή θέλησή
τους, δοκίμαζαν τούς πόνους. Καί πολλοί, ἀφοῦ περιποιήθηκαν τούς ἄλλους στήν ἀρρώστια
τους καί τούς ἔδωσαν δύναμη, οἱ ἴδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο
τόν θάνατο ἐκείνων στούς ἑαυτούς τους. Οἱ ἄριστοι λοιπόν ἀπό τούς ἀδελφούς μας
καί μερικοί πρεσβύτεροι καί διάκονοι καί λαϊκοί μέ αὐτό τόν τρόπο ἔφυγαν ἀπό τή
ζωή, ἐπαινούμενοι πολύ, ἔτσι ὥστε καί αὐτό τό εἶδος τοῦ θανάτου, πού ἦταν ἀποτέλεσμα
μεγάλης εὐσέβειας καί δυνατῆς πίστεως, νά μή φαίνεται καθόλου ὅτι εἶναι
κατώτερο ἀπό τό Μαρτύριο. Καί ἀφοῦ μέ ἁπλωμένα χέρια σήκωναν τά σώματα τῶν Ἁγίων
στήν ἀγκαλιά τους, καί τούς ἔκλειναν τά μάτια καί τά στόματα καί τούς μετέφεραν
πάνω στούς ὤμους, καί τούς σαβάνωναν καί τούς ἔλουζαν καί τούς στόλιζαν μέ τή
νεκρική στολή, μετά ἀπό λίγο χρόνο, τό ἴδιο γινόταν καί σ’ αὐτούς, γιατί,
πάντοτε ἐκεῖνοι πού ἀπέμεναν στή ζωή, ἀκολουθοῦσαν στόν θάνατο αὐτούς πού
πέθαναν προηγουμένως.
– Οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως ἔκαναν τελείως τά ἀντίθετα· ἔδιωχναν ἀκόμη καί ἐκείνους πού μόλις ἄρχιζαν
νά ἀρρωσταίνουν, καί ἀπέφευγαν
τούς ἀγαπημένους τους καί τούς πετοῦσαν στούς δρόμους μισοπεθαμένους, καί τούς
νεκρούς τους ἔριχναν ἄταφους στά σκουπίδια, στήν προσπάθειά τους νά μήν τούς
πλησιάσει ὁ θάνατος, πρᾶγμα πού δέν
ἦταν εὔκολο νά ἀποφύγουν, παρ’ ὅλο ὅτι μηχανεύονταν πολλά».
νά ἀρρωσταίνουν, καί ἀπέφευγαν
τούς ἀγαπημένους τους καί τούς πετοῦσαν στούς δρόμους μισοπεθαμένους, καί τούς
νεκρούς τους ἔριχναν ἄταφους στά σκουπίδια, στήν προσπάθειά τους νά μήν τούς
πλησιάσει ὁ θάνατος, πρᾶγμα πού δέν
ἦταν εὔκολο νά ἀποφύγουν, παρ’ ὅλο ὅτι μηχανεύονταν πολλά».
– «Τά δέ γε ἔθνη πᾶν τοὐναντίον. Καί νοσεῖν τε
ἀρχομένους ἀπωθοῦντο, καί ἀπέφευγον τούς φιλτάτους, κἄν ταῖς ὁδοῖς ἐρρίπτουν ἡμιθνῆτας,
καί νεκρούς ἀτάφους ἀπεσκυβαλίζοντο, τήν τοῦ θανάτου διάδοσιν καί κοινωνίαν ἐκτρεπόμενοι,
ἥν οὐκ ἦν καί πολλά μηχανωμένοις ἐκκλῖναι ῥάδιον».
ἀρχομένους ἀπωθοῦντο, καί ἀπέφευγον τούς φιλτάτους, κἄν ταῖς ὁδοῖς ἐρρίπτουν ἡμιθνῆτας,
καί νεκρούς ἀτάφους ἀπεσκυβαλίζοντο, τήν τοῦ θανάτου διάδοσιν καί κοινωνίαν ἐκτρεπόμενοι,
ἥν οὐκ ἦν καί πολλά μηχανωμένοις ἐκκλῖναι ῥάδιον».