Καλοκαίρι
τοῦ 1971. Ὥρα 3.30΄ τό ἀπόγευμα. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε ἀκόμη ψηλά. Φθάσαμε στήν
Μεγίστη Λαύρα, τό πρῶτο στήν τάξη μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μᾶς ὑποδέχθηκε ἕνα
γεροντάκι χαρούμενο καί πρόσχαρο μέ νησιώτικη προφορά, τό ὄνομά του Ἐφραίμ.
Γεμάτο ἐνθουσιασμό μᾶς μίλησε γιά τόν Γέροντα Ἀββακούμ καί μᾶς προέτρεψε νά τόν
ἐπισκεφθοῦμε. «Μένει μόνος του», μᾶς εἶπε, «σ᾿ ἕνα καλύβι μιά ὥρα μακριά ἀπό ἐδῶ».
Τό
γεροντάκι κοίταξε τόν οὐρανό καί μᾶς εἶπε:
«Πάρτε
τό κέρασμά σας καί ξεκινῆστε. Εἶναι νωρίς ἀκόμη, τώρα σκοτεινιάζει ἀργά».
Τό
λουκούμι καί τό νερό χάθηκαν γρήγορα ἀπό μπροστά μας. Εἴμασταν τώρα ἕτοιμοι νά
ξεκινήσουμε.
Βγῆκε
μέχρι ἔξω τό γεροντάκι καί μᾶς ἔδειξε ἀπό ποῦ νά πάρουμε τό δρόμο γιά τό Κελλί
τοῦ Ἁγίου Φανουρίου.
Μετά
ἀπ᾿ ὅσα μᾶς εἶπε τό χαριτωμένο ἐκεῖνο γεροντάκι μέ τήν γαμψή μύτη καί τό
χαρούμενο πρόσωπο, ξεκινήσαμε γιά τό ποθούμενο, μέσα ἀπό ἕνα δύσκολο μονοπάτι.
Στή
μέση τοῦ δρόμου σταματήσαμε. Κάποιος ἀπό τήν παρέα πρότεινε νά γράψουμε κάποια ἐρωτήματα
γιά νά τά ὑποβάλουμε στόν ἅγιο γέροντα. Βολευτήκαμε στήν ρίζα ἑνός δένδρου καί
καθένας ἔλεγε ἀπό κάτι. Ἕνας ἀπό τήν παρέα ἔγραφε ἕνα, δύο, τρία… Φθάσαμε στά
δέκα ἐρωτήματα καί ἐκεῖ σταματήσαμε, ὄχι πώς δέν ὑπῆρχαν ἄλλα, ἀλλά ἔπρεπε νά
συνεχίσουμε τήν πορεία μας γιατί ἡ ὥρα περνοῦσε.
***
Περάσαμε
τήν Ρουμανική σκήτη καί χαθήκαμε μέσα στά πουρνάρια. Ὁ κάθε δρόμος μᾶς ἔβγαζε
σέ ἀδιέξοδο. Καί ἡ νύχτα εἶχε ἀρχίσει ἤδη νά μᾶς ἀγκαλιάζει. Ἀπότομα νύχτωσε
μέσα σέ μιά ἀφέγγαρη σκοτεινιά.
Δέν
γνωρίζαμε ποῦ νά πάμε.
Ξάφνου
ἕνα φῶς φάνηκε μέσα ἀπό τά πουρνάρια. Ἕνας ἀσκητής ἄκουσε τίς φωνές μας καί μέ
τόν φακό του ἔφθασε κοντά μας καί μᾶς ὁδήγησε στό κελλί τοῦ Γέροντα Ἀββακούμ.
«Γέρο-Ἀββακούμ»,
φώναξε ὁ ἀσκητής καί ὁ Γέροντας πρόβαλε στήν πόρτα.
Περάσαμε
μέσα. Ὁ Γέροντας γεμάτος ἀγάπη καί καλοσύνη μᾶς πέρασε στό καθιστικό. Τό τζάκι ἄναβε
περιμένοντάς μας γιά νά μᾶς προσφέρει τή φωτιά του καί τό φῶς. Ὁ Γέροντας ἦταν
τυφλός. Μιά σκονισμένη γκαζόλαμπα κρεμόταν στόν τοῖχο λές καί ποτέ δέν εἶχε
χρησιμοποιηθεῖ. Τήν ἀνάψαμε. Ὁ Γέροντας ἑτοιμάσθηκε νά μᾶς κεράσει λουκούμι καί
τσίπουρο. Ὁ Γέροντας ἦταν τυφλός.
Κάποιος
ἀπό τούς συνοδούς μου, μοῦ λέγει σιγανά στό αὐτί:
«Νά
κάνουμε τίς ἐρωτήσεις;».
Τότε
ὁ Γέροντας γυρίζει ἀπρόσμενα πρός αὐτόν καί τοῦ λέγει:
«Μήν
βιάζεστε. Θά τά ποῦμε ὅλα».
***
Καθίσαμε
σ᾿ ἕναν πάγκο, πίσω ἀπό ἕνα μεγάλο τραπέζι. Τό φῶς τῆς λάμπας ἦταν θαμπό. Δέν εἴχαμε
τόν χρόνο νά τήν καθαρίσουμε. Καί μέσα στό λιγοστό φῶς της δέν εἴχαμε τήν
δυνατότητα νά ξεχωρίσουμε μεταξύ μας οὔτε κἄν τά πρόσωπά μας.
Καθώς
ὁ Γέροντας μιλοῦσε ἀναφέροντας μία μία τίς ἐρωτήσεις μας καί λύνοντας τίς ἀπορίες
μας, ἕνας ἀπό τή συντροφιά μας, ἀσυναίσθητα σταύρωσε τά πόδια του κάτω ἀπό τό
τραπέζι. Ἦταν κάτι πού κανείς μας δέν τό εἶχε ἀντιληφθεῖ. Εἴμασταν ὅλοι μας
συνεπαρμένοι ἀπό τούς λόγους καί τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Γέροντα.
Κάποια
στιγμή ἐκεῖνος σταμάτησε νά ὁμιλεῖ καί μέ ἀγριεμένο ὕφος εἶπε δυνατά:
«Δέν
βάζουμε τό ἕνα πόδι πάνω στό ἄλλο ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Θεό!».
Ὁ
μικρότερος τῆς συντροφιᾶς μας κοκκίνησε καί κατέβασε τό πόδι του, κάτι πού ὅλοι
τό ἀντιληφθήκαμε μόλις ἐκείνη τή στιγμή, μετά ἀπό τόν Γέροντα. Ὁ Γέροντας ἦταν
τυφλός. Καί σάν νά μήν εἶχε γίνει τίποτα, συνέχισε νά λύνει τίς ἀπορίες μας,
δίνοντας ἀπαντήσεις στό κάθε ἐρώτημά μας.
Ὅλες
οἱ ἐρωτήσεις μας ἦταν πρωτότυπες. Καθεμιά ἀπ᾿ αὐτές εἶχε διαφορετικό
προβληματισμό. Γιά νά καταλάβει κανείς τή σοβαρότητα τῶν ἐρωτήσεων, μποροῦμε νά
ἀναφέρουμε μόνο μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ ὁποία φανερώνει καί τό πνεῦμα τῶν ἄλλων ἑννέα.
Ἡ πρώτη ἐρώτηση ἦταν ἡ ἑξῆς:
«Πότε
δημιουργεῖται ἡ ψυχή στόν ἄνθρωπο;».
Καί
ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος κατέθεσε τήν ἐρώτηση, ἄρχισε νά λέγει:
«Ἀκοῦστε,
ἀκοῦστε. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα μετά τή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου
δημιουργεῖται ἡ καρδιά. Τήν ἑνάτη ἡμέρα ζωγραφοῦται τό πρόσωπο. Καί τήν
τεσσαρακοστή ἡμέρα πήγνυται ἡ σάρκα καί εἰς τελείαν ὄψιν μετασκευάζεται».
Στή
συνέχεια ὁ Γέροντας σηκώθηκε καί πῆγε στό μικρό ἐκκλησάκι. Ἐπέστρεψε ἀμέσως
κρατώντας τό Πεντηκοστάριον καί μιά ἀναμμένη λαμπάδα. Καί ἀφοῦ τά ἔδωσε
στόν μικρότερο τῆς παρέας, τοῦ εἶπε:
«Διάβασε,
διάβασε δυνατά νά ἀκούσουμε ὅλοι…».
Εἴχαμε
μείνει κατάπληκτοι. Περνώντας ἀπό τή μιά ἔκπληξη στήν ἄλλη ἀκούσαμε μία-μία ὅλες
τίς ἐρωτήσεις πού εἴχαμε ἑτοιμάσει νά τοῦ κάνουμε, παίρνοντας τίς ἀντίστοιχες ἀπαντήσεις
ἀπό πατερικά κείμενα, τά ὁποῖα ὁ Γέροντας γνώριζε ἀπό στήθους. Εἶχε μνήμη ἀπέραντη. Ἦταν τόσο
χαριτωμένος ὁ Γέροντας, τόσο ταπεινός! Εἴχαμε
τήν αἴσθηση ὅτι βρισκόμασταν σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο, σέ μιά συνάντηση μέ ἕναν ἄγγελο
τοῦ Θεοῦ.
Κάποια
στιγμή γυρίζει καί μοῦ λέγει:
«Διάκο,
παιδί μου, ἐσύ μιά μέρα θά κάνεις Μοναστήρι. Νά προσέξεις, Χρυσόστομέ μου, στό
Μοναστήρι σου ξενόκουρο νά μήν πάρεις».
Ἔμεινα
ἐμβρόντητος. Οὐδέποτε εἶχα σκεφθεῖ νά κάνω Μοναστήρι. Ἤμουν τότε 24 ἐτῶν…
***
Ἀφοῦ
μᾶς εἶπε πολλά, μᾶς προέτρεψε στή συνέχεια νά ξεκουραστοῦμε. Ἡ ὥρα εἶχε περάσει
τήν μία μετά τά μεσάνυκτα. Ὁ Γέροντας χάθηκε μέσα στό σκοτάδι. Ὁ Γέροντας ἦταν
τυφλός. Μείναμε μόνοι. Μιά μικρή πόρτα φανέρωσε τά ἀναμμένα καντηλάκια στό
ταπεινό ἐκκλησάκι τοῦ Γέροντα. Μπήκαμε μέσα, γονατίσαμε καί μέχρι τήν ἀνατολή
τοῦ ἡλίου λέγαμε τήν εὐχή μέ τήν σειρά ἕνας-ἕνας.
Μόλις
ὁ ἥλιος πρόβαλε, βγήκαμε στήν αὐλή μέ τίς ἐλιές. Ἀπέναντι φαινότανε ἡ πόλη τῆς
Καβάλας. Πάνω ἀπό τήν πόλη ὁ ἥλιος σιγά-σιγά μεγάλωνε καί ψήλωνε. Ξαφνικά ἀκούστηκε
μιά βραχνή φωνή πού ἔψαλλε τό «Ἄξιόν Ἐστιν». Ἦταν ὁ Γέροντας. Στεκόταν μπροστά
μας κρατώντας ἕνα κεραμίδι. Ἐπάνω σ᾿αὐτό βρίσκονταν ὁλοκόκκινα κάρβουνα. Ἡ εὐωδία
ἀπό τό θυμίαμα εἶχε κάτι τό ξεχωριστό. Ὁ Γέροντας ἦταν τυφλός. Ἐμεῖς ἀκίνητοι
μπροστά του, μέ δακρυσμένα τά μάτια, τόν ἀκούγαμε νά ψάλλει ἤρεμα τό «Ἄξιόν Ἐστιν».
Ἔφθασε κοντά στίς ἐλιές. Πήγαινε ἀπό ἐλιά σέ ἐλιά, ἀγκάλιαζε τά κλαδιά τους, ὅσα
μποροῦσε νά πιάσει μέ τό ἕνα χέρι του, τά ἀσπαζότανε, τά φιλοῦσε καί ὕστερα
θύμιαζε κάθε ἐλιά ξεχωριστά. Στό τέλος τοῦ λέγω:
«Τήν
εὐχή σου, Γέροντα».
«Ἄ,
Χρυσόστομε, ἐδῶ εἶσθε; Βλέπεις, παιδί μου, ἐγώ δέν ἔχω ὑποτακτικούς καί αὐτούς ἐδῶ
κάθε μέρα τούς θυμιάζω καί τούς καταφιλῶ. Αὐτοί εἶναι οἱ ὑποτακτικοί μου».
Δέν
εἴπαμε τίποτα. Τοῦ φιλήσαμε τό χέρι μέ σεβασμό καί πήραμε τήν εὐχή του.
«Γιατί
φεύγετε; Μείνετε ἐδῶ, Χρυσόστομέ μου, ποῦ θά πᾶτε; Ἔχω ἐδῶ παξιμάδι, ἔχω κρύο
νερό. Ἔλα νά δεῖς, Χρυσόστομέ μου, ἔλα νά δεῖς…».
Μᾶς
πῆγε σ᾿ ἕνα μικρό πηγαδάκι. Σ᾿ ἕνα κλαδί δένδρου ὑπῆρχε κρεμασμένο ἕνα
στρογγυλό κονσερβοκούτι, πού εἶχε γιά χερούλι ἕνα σύρμα ἀπό τό ὁποῖο κρεμόταν ἕνας
σπάγκος. Ἕνα μέ ἑνάμισι μέτρο ἦταν δέν ἦταν τό βάθος τοῦ πηγαδιοῦ. Τό εἶχε
σκεπασμένο μέ ἕνα καπάκι ἀπό λαμαρίνα. Σήκωσε τό καπάκι, ἔριξε μέσα στό πηγάδι
τό κονσερβοκούτι καί γεμάτος ἐνθουσιασμό εἶπε:
«Πιές,
Χρυσόστομέ μου, πιές νά δεῖς τί κρύο νερό ἔχω!».
Ὅταν
ἔπιασα τό κονσερβοκούτι στά χέρια μου, αὐτά ἔγιναν κόκκινα ἀπό τήν σκουριά! Ἔκανα
τόν σταυρό μου καί ἤπια. Ἕνα νερό πράγματι ἁγιασμένο καί δροσερό.
Προχωρήσαμε…
***
Μᾶς
ἔβαλε πάλι μέσα στό κελλί του γιά νά μᾶς δείξει ψηλά σ᾿ ἕνα ράφι μιά σειρά ἀπό
ντενεκέδες. Εἶπε σέ κάποιον ἀπό μᾶς καί κατέβασε ἕναν. Ἄνοιξε τό καπάκι του.
Μέσα εἶχε βοῦκες ἀπό ψωμιά ξεραμένα.
«Καθῆστε,
ἔχουμε νά φᾶμε, ἔχουμε νά πιοῦμε», μᾶς εἶπε.
Προτοῦ
φύγουμε, πῆρε μιά νάϊλον σακούλα, ἔβαλε μέσα δυό χοῦφτες παξιμάδια καί μᾶς
ξεπροβόδισε.
Γεμάτοι
ἀπό πνευματικές ἐμπειρίες, ἀσπασθήκαμε τό χέρι τοῦ Γέροντα καί ἐκεῖνος μᾶς εὐλόγησε.
Γιά μιά ἀκόμη φορά εἴχαμε ζήσει μ᾿ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ.
Κοιτώντας
πίσω μας καθώς φεύγαμε, μέχρι νά τόν χάσουμε ἐντελῶς ἀπό τά μάτια μας, τόν
βλέπαμε νά μᾶς σταυρώνει συνεχῶς…
***
Ὁ
Γέροντας Ἀββακούμ τῆς Λαύρας, ὁ τυφλός καί ἀνυπόδητος, γνώριζε ὅλη τήν Ἁγία
Γραφή καθώς καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἔξω. Εἶχε ἀποστηθίσει τά κείμενά
τους καί τά ἐπαναλάμβανε ἐπακριβῶς. Ὅπου ἔβρισκε σ᾿ αὐτά κάτι πού τοῦ ἔκανε
μεγάλη ἐντύπωση, ἐπαναλάμβανε μέ ἀκρίβεια τήν σοφία τους.
Ὁ
Γέροντας ἦταν τυφλός. Τήν ὅρασή του τήν εἶχε χάσει ἀπό τήν πολλή μελέτη. Μπορεῖ
βέβαια νά εἶχε χάσει τήν ὅρασή του, εἶχε κερδίσει ὅμως τήν ἐσωτερική ἐνόραση…
«Ἄκου
τώρα, ἄκου…».
Ἔκανε
ἀναφορά σέ κάποιο ἁγιογραφικό χωρίο καί ἀφοῦ συμπλήρωνε τήν πρόταση τονίζοντάς
την, συνέχιζε λέγοντας:
«Τί ὡραῖα, ἔ, τί ὡραῖα! Ἄκουσε, ἄκουσε
Χρυσόστομέ μου. Γλυκά πράγματα, παιδί μου, γλυκά πράγματα». Καί συνέχιζε νά λέγει
ὁ Γέροντας, συνέχιζε νά λέγει…
Τήν
εὐχή του νά ἔχουμε καί νά πρεσβεύει γιά ὅλους ἐμᾶς. Ἀμήν.
ΦΙΛΑΓΙΟΣ