Πέρασε λίγος καιρός ἀπό τότε πού ψηφίστηκε ὁ, περί οὗ
πολύς λόγος, νόμος. Τώρα πού καταλάγιασε κάπως ὁ θόρυβος πού προκλήθηκε, εἶναι
μιά καλή στιγμή νά καταθέσουμε νηφάλια τήν γνώμη μας.
Ἐν πρώτοις, συγχαίρουμε τούς ἐκλεγμένους ἐκπροσώπους
τοῦ λαοῦ μας πού καταψήφισαν συνειδητά τόν ἐπαίσχυντο νόμο. Ὡς βαπτισμένοι
χριστιανοί γνωρίζουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς
φέρθηκαν ὡς γνήσια τέκνα τῆς Μητρός τους.
Θλιβόμαστε, ὅμως, γιά ὅλους ἐκείνους τούς Βουλευτές
πού ψήφισαν ὑπέρ τοῦ νόμου αὐτοῦ, καθώς καί γιά ὅσους μέ τήν ἀποχή τους
ἀπέφυγαν νά ἐμποδίσουν τήν ψήφισή του. Θλιβόμαστε παράλληλα καί γιά τά
κυβερνητικά στελέχη, πού ἐνῶ θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν τήν ἀντίθεσή τους στόν
ἀντίθεο νόμο, δέν τό ἔπραξαν. Ἀσφαλῶς καί οἱ ἐπιλογές τους αὐτές ἀντιμάχονται
τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τούς ἀποξενώνουν ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποξένωση
αὐτή θά ὑφίσταται ὅσο αὐτοί θά παραμένουν στήν ἐσφαλμένη θέση τους. Ἡ δική μας
στάση ἀπέναντί τους ὑπαγορεύεται ἀπό τό «Σύνταγμα» τῆς Ἐκκλησίας, τό ἱερό
Εὐαγγέλιο, ὅπου ἐκεῖ ἐκφράζεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλουμε, λοιπόν, νά
πράξουμε αὐτό πού προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ ἐπιστολή του πρός
Κορινθίους (κεφ. 5, 1-13). Ὁ Ἀπόστολος εἶχε ζητήσει ἀπό τήν ἐκεῖ τοπική
Ἐκκλησία νά ἀπομονώσει φιλανθρώπως καί παιδευτικῶς τόν ἁμαρτάνοντα, μέχρι αὐτός
νά ἀνανήψει καί νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια.
Πολύ ὀρθῶς σύγχρονος κληρικός (π.Κύριλλος Κωστόπουλος)
γράφει (τό ἄρθρο δημοσιεύθηκε στήν ἐφημερίδα «Πελοπόννησος» τῶν Πατρῶν στίς
25/2/2024):
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο καὶ ὄχι ἄτοµο. Αὐτὴ εἶναι ἡ
θέση τῆς Ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας γιὰ τὴν ὑπόσταση “ἄνθρωπος”.
»Τὸ ἄτοµο ζητεῖ τὴν ὁλοκλήρωσή του στὴν ὑποκειµενικότητα,
στὶς ἀτοµικὲς ἐπιθυµίες καὶ στὴν σχέση του µὲ τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἐνῶ σήµερα οἱ
πάντες εἶναι στραµµένοι στὴν ἔξαρση τῶν ἀτοµικῶν ἐλευθεριῶν καὶ δικαιωµάτων, ἐν
τούτοις ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καὶ πεθαίνει τόσο ἀπελπιστικὰ µόνος. Καὶ τοῦτο διότι ἀτοµισµὸς
δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐγωκεντρισµός. Εἶναι τὸ κλείσιµο στὸ “ἐγώ”, στὸ “ἄτοµο”.
Καὶ αὐτὸ τὸ κλείσιµο ὁδηγεῖ στὴν ἀπόγνωση καὶ στὸν θάνατο.
» Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὡς ξεχωριστὸ καὶ ἀνεπανάληπτο
πρόσωπο, δικαιώνεται καὶ ὁλοκληρώνεται µέσα στὴν ἀµοιβαιότητα, στὴν καθολικὴ
ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον καὶ ὄχι µέσα στὴν ὑποκειµενικότητα. Ἄρα δὲν µπορεῖ
νὰ ἔχει λόγο ὑπάρξεως ὡς ὀντότητα καὶ νὰ εἶναι πρόσωπο, ἐὰν δὲν ἔχει οὐσιαστικὴ
κοινωνία µὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο.
» Ἡ µεγαλύτερη ὀµορφιὰ στὸν κόσµο εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ
ἀδελφοῦ µου, τοῦ πλησίον. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση τῆς ἀτοµικότητος τὴν γευόµαστε
ἐντὸς τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάµου ἢ τοῦ µοναχισµοῦ.»
Tό πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως ὅλα τά θανάσιμα πάθη,
βυθίζει τόν κατεχόμενο ἀπό αὐτό στόν ἐγωκεντρισμό του· ἀποκόπτει τά νεῦρα τῆς
ψυχῆς του, νεκρώνει τή συνείδησή του. Λέει σχετικά ὁ ἅγιος Δωρόθεος (6ος
αἰώνας, ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 13 Αὐγούστου) πώς, ὅταν τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου
ταυτίζεται μέ τό δικαίωμα, τότε ὁ ἄνθρωπος καταστρέφεται. Τό πάθος τῆς
ὁμοφυλοφιλίας, ὅπως ἡ σύνολη πατερική γραμματεία μαρτυρεῖ, ἀποκοινωνικοποιεῖ
τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποβιβάζει ἀπό «πρόσωπο» σέ «ἄτομο» μιᾶς ἀπρόσωπης καί
χειραγωγούμενης μάζας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ καί μέ
τή δυνατότητα νά τείνει πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1, 26). Ἕνας ἄνθρωπος
ὅμως πού ἁμαρτάνει, καί τό «κατ᾿ εἰκόνα» ἀχρειώνει ἀλλά καί ἀπό τό «καθ᾿
ὁμοίωσιν» ἀπομακρύνεται. Παραβαίνοντας τόν πνευματικό καί φυσικό νόμο,
ὑποκύπτοντας στήν ἁμαρτία καί ἀντιστρατευόμενος τήν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ,
ἀπομακρύνεται ἀπό Αὐτόν, παύει νά κοινωνεῖ τῆς θείας ζωῆς Του καί νά γίνεται
μέτοχος τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του. Μένοντας ἑρμητικά κλεισμένος στό «ἐγώ» του
ἀποκόπτεται ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου καί ἔτσι εὔκολα
γίνεται παίγνιο αὐτῶν πού θέλουν νά ἐλέγξουν τή ζωή του, καταντάει εὔκολο
θήραμα ἐκείνων πού θέλουν νά τόν καταστρέψουν.
Γιά τοῦτο οἱ Βουλευτές, οἱ συνηγορήσαντες ἀμέσως ἤ
ἐμμέσως στή θεσμοθέτηση τοῦ βδελυκτοῦ ἀφ᾿ ἑνός παρά Θεῷ (Κορ. Α΄, 6, 9-10 καί
Γένεσις 18,20) καί ἀφ᾿ ἑτέρου αὐτοκαταστροφικοῦ πάθους τῶν ἀσθενῶν αὐτῶν
ἀδελφῶν μας, ὡς δικαιώματος κατοχυρωμένου ἀπό τόν Ἀστικό Κώδικα, φέρουν βαριά
τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς συμμέτοχοι στήν καταστροφή τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος τῶν ἀδελφῶν τους.
Γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ
ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει,
φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Κορ.
Α΄ 3, 16-17).
Ἐν κατακλείδι, εὐχόμαστε νά ἔχουμε ἐκ νέου κοινωνία
καί ἐπικοινωνία μέ ὅσους ἐν τῇ Βουλῇ ἐκπροσώπους μας δέν καταψήφισαν τόν
ἐπαίσχυντο αὐτόν νόμο, ὅταν οἱ ἴδιοι δημοσίως παραδεχθοῦν ὅτι ὑπέπεσαν σέ
τραγικό ἀτόπημα καί προβοῦν στίς ἀπαραίτητες ἐκεῖνες ἐνέργειες που ἀποβλέπουν
στήν κατάργηση τοῦ νόμου.