Μια φορά κι έναν καιρό – τότε που η Ευρώπη ήταν καλυμμένη με δάση και επικίνδυνους, σκοτεινούς δρόμους – οι κάτοικοι ενός χωριού, απορροφημένοι από τις εργασίες τους είχαν ξεχάσει τα Χριστούγεννα…οι μέρες περνούσαν, μπήκε ο Δεκέμβρης πέρασε, ξεκίνησε η νέα χρονιά, έφυγε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη και το καλοκαίρι, έφτασε και το φθινόπωρο μα κανένας, άνδρας ή γυναίκα, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί πως ο χρόνος κυλούσε χωρίς το χωριό να έχει γιορτάσει Χριστούγεννα … Τα παιδιά γκρίνιαξαν για τα Χριστούγεννα που δεν είχαν έρθει ακόμα, αλλά οι γονείς, χαμένοι στην αγωνία τους για τα χωράφια που έπρεπε να καλλιεργηθούν και για τα ζώα που έπρεπε να ταϊστούν, δεν έδωσαν σημασία στην γκρίνια των μικρών τους.
«Δεν είναι ακόμα καιρός!» έλεγαν και ξανάλεγαν κάθε φορά που τα παιδιά ρωτούσαν.
«Ελάτε να βοηθήσετε για να τελειώσουμε γρήγορα, πριν τα Χριστούγεννα!» συμπλήρωναν και κάπως έτσι απασχόλησαν τα παιδιά τους μέχρι που κι αυτά ξέχασαν πώς είναι να αισθάνεσαι χριστουγεννιάτικα. Ήρθε πάλι ο Δεκέμβρης, πέρασε, πέρασε ο χειμώνας και η άνοιξη, έφυγε το καλοκαίρι, ήρθε το φθινόπωρο … μα όσο κι αν έτρεχαν οι εποχές τα Χριστούγεννα δεν έρχονταν στο μικρό χωριό…
Μόνο ένα κοριτσάκι λαχταρούσε πάντα για εκείνη τη μέρα: με το χάραμα, όταν το χωριό ξυπνούσε για να ξεκινήσει τη βασανιστική ρουτίνα του, το κοριτσάκι ξυπνούσε κι εκείνο με την ελπίδα ίσως εκείνη ήταν η μέρα των Χριστουγέννων, ότι ίσως σήμερα να έβλεπε κάτι που να της θύμιζε τη γιορτή που τόσο αγαπούσε. Στη διάρκεια της ημέρας, σαν έβλεπε πως τα Χριστούγεννα δεν είχαν έρθει, σκεφτόταν πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν κάποτε ξημέρωνε η ομορφότερη γιορτή του χρόνου. Και το βράδυ σαν έπεφτε για ύπνο έκλεινε τα μάτια της με αυτή την ευχή: «Κάνε Θεέ μου αύριο να είναι Χριστούγεννα!»
Οι μέρες περνούσαν, ο χειμώνας ήρθε αγριεμένος και χιόνι πυκνό κάλυψε τα πάντα. Ένα βράδυ, το κοριτσάκι έκανε να κλείσει τα μάτια με την ίδια ευχή:
«Κάνε Θεέ μου αύριο να είναι Χριστούγεννα!»
Μόνο που εκείνο το βράδυ η ευχή της έλαβε απάντηση: μια αόρατη, παράξενη ψιθυριστή φωνούλα, τόση δα μικρή της είπε, τόσο σιγά που μόνο η καρδιά της την άκουσε: «αν θέλεις να έρθουν τα Χριστούγεννα πρέπει εσύ να τα αναγκάσεις να έρθουν… κοιμήσου… και στο όνειρό σου θα βρεις τον τρόπο να τα φέρεις…»
Το άλλο πρωί, το κοριτσάκι χαρούμενο με μια χαρά που το έκανε να πετάει, πήγε στη μαμά του και της ζήτησε ένα ολοστρόγγυλο σταφιδόψωμο.
«Τι θα το κάνεις;» τη ρώτησε η μαμά της.
«θα ταΐσω έναν περαστικό» είπε το παιδί.
Έπειτα πήγε στη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα ζύμωνε.
«Θα μπορούσατε να μου φτιάξετε ένα ολοστρόγγυλο ψωμί με καρύδια;» τη ρώτησε ευγενικά.
«τι θα το κάνεις;» ρώτησε η γειτόνισσα
«Θα ταΐσω έναν περαστικό!» απάντησε η μικρή.
Όλη τη μέρα το κοριτσάκι τριγυρνούσε στα σπίτια του χωριού και ζητούσε ολοστρόγγυλα ψωμάκια με τυρί, σταφίδες, καρύδια και μύγδαλα, ψωμάκια αρμυρά και γλυκά, με σουσάμι και ζάχαρη, στολισμένα και απλά, μεγάλα και μικρά… κι όταν τη ρωτούσαν τι θα τα έκανε, έδινε πάντα την ίδια απάντηση:
«Θα ταΐσω έναν περαστικό!»
Μέχρι το απόγευμα είχε μαζέψει πολλά ολοστρόγγυλα ψωμάκια και σαν έπεσε η νύχτα, όταν όλο το χωριό έσβηνε τις φλόγες από τα κεριά και τα φανάρια, βγήκε κρυφά από το σπίτι της και πήγε στο δάσος. Βρήκε το ψηλότερο έλατο , ανέβηκε στα κλαδιά του και εκεί κρέμασε ένα προς ένα όλα τα ολοστρόγγυλα ψωμάκια που είχε συγκεντρώσει. Κι οι νιφάδες του χιονιού έπεσαν απαλά στα ολοστρόγγυλα ψωμάκια και τα έκαναν να λάμπουν σα να ήταν λουσμένα με ασημόσκονη…
«Δώρο από τους κατοίκους τους χωριού μου!!!!!!!!» φώναξε το κοριτσάκι κοιτώντας προς τον Ουρανό.
«Για να φάνε οι περαστικοί τα Χριστούγεννα!!!!!!!!!»
Ο παγωμένος αέρας πήρε τη φωνή του παιδιού και την ταξίδεψε ως τα αστέρια… και τα αστέρια χαμήλωσαν ως το έλατο και έγιναν γιρλάντες και σα γιρλάντες τύλιξαν απαλά τα κλαδιά του…
Κι ένα αστέρι, το μεγαλύτερο, χαμήλωσε κι εκείνο και στάθηκε στην κορφή του δέντρου κι απο εκεί φώτισε πέρα ως πέρα όλο το δάσος και η λάμψη του έφτασε στο χωριό και όρμησε σε κάθε σπίτι και ξύπνησε τους κατοίκους…
Αγουροξυπνημένοι και τρομαγμένοι εκείνοι κοίταξαν έξω από τα παράθυρά τους…
«Χριστούγεννα!!!!!!» φώναξαν πρώτα τα παιδιά και όρμησαν προς το φωτισμένο δέντρο…
«Ήρθαν λοιπόν τα Χριστούγεννα;» αναρωτήθηκαν οι μεγάλοι και ξεχνώντας τη βασανιστική τους ρουτίνα πλησίασαν κι αυτοί…
Έτσι λέει ένας θρύλος και με λίγη φαντασία στολίστηκε το πρώτο πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο… με ολοστρόγγυλα ψωμάκια δώρο ενός υπέροχου παιδιού προς τους πεινασμένους περαστικούς… και με όλα τα αστέρια δώρο ενός υπέροχου Ουρανού σε ένα παιδί που λαχταρούσε όχι να επιζήσει, μα να ζήσει και να βιώσει τα μυστικά της ζωής…
Υ.Γ. Τα δάση χάθηκαν, τα χωριά έγιναν πόλεις… ζητείται παιδί να μας θυμίσει ότι έρχονται Χριστούγεννα… βάζοντάς μας να φτιάξουμε ψωμάκια για να ταΐσει έναν περαστικό…