Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, τέως Αναπλ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Όταν οργανώθηκε η περίφημη «επιχείρηση ελευθερία» (διάβαζε ανάποδα: «επιχείρηση σκλαβιά») για την υλοποίηση του εμβολιαστικού στόχου, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις αξιοποίησαν, μεταξύ άλλων, και τη μέθοδο που είχε εφαρμόσει ο Ψυχολόγος Β. F. Skinner για να εκπαιδεύσει τα πειραματόζωά του:
Eίχε κλείσει αρουραίους μέσα σε ένα κουτί (έμεινε στην ιστορία ως «το κουτί του Σκίνερ», σε πιο επιστημονική ορολογία: θάλαμος προσαρμογής) και προσπαθούσε να τους μάθει να πιέζουν διάφορους μοχλούς.
Προς τούτο, χρησιμοποιούσε φωτεινά ή ηχητικά σήματα, αξιοποιώντας παράλληλα το δίπολο επιβράβευση–τιμωρία των αρουραίων (επ’ αυτού βλ. Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 93).
Η τεχνική «πριμ και πρόστιμο» συνδέεται, όμως, και με το λεγόμενο σύστημα του τεϊλορισμού, το οποίο οφείλει την ονομασία του στον Φρέντερικ Ουίνσλοου Τέιλορ (δραστηριοποιήθηκε στον χώρο της χαλυβουργίας, φέρνοντας επανάσταση στην οργάνωση της παραγωγής).
Όπως εξηγεί ο Παπακωνσταντίνου στο –εξαιρετικά χρήσιμο για την ερμηνεία της πονηρής εποχής μας– βιβλίο του «Η εποχή του Φόβου. Αυτοκρατορία των ΗΠΑ και Δικτατορία της Αγοράς» (εκδ. οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 2005, σελ. 193):
το σύστημά του […] ανέλυε την παραγωγική διαδικασία σε μια αυστηρά καθορισμένη αλληλουχία απλών, αυτοματοποιημένων κινήσεων, που περιόριζαν στο ελάχιστο την πρωτοβουλία των εργατών, προβλέποντας ένα σύστημα πριμ για τους «καλύτερους» και προστίμων για τους «χειρότερους» από αυτούς. Όσοι εργάτες δεν ανταποκρίνονταν στις καινούργιες νόρμες ή αντιστέκονταν στους ξέφρενους ρυθμούς δουλειάς απολύονταν χωρίς δισταγμό, για να αντικατασταθούν από άλλους, περισσότερο πρόθυμους. Η μονοτονία και η εντατικοποίηση της εργασίας που έφερε ο τεϊλορισμός αποτυπώθηκαν στην έξοχη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν Μοντέρνοι Καιροί, όπου ο εργάτης απεικονίζεται ως ασήμαντο, αναλώσιμο γρανάζι της καπιταλιστικής μηχανής.
Είναι προφανές ότι στον 21ο αιώνα, για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, εφαρμόσθηκε αυτό ακριβώς το σύστημα:
Πριμ μεν για τους συνεργάσιμους, πρόστιμο δε ή/και οιονεί απόλυση για τους «αντιστασιακούς» με ταυτόχρονη αντικατάστασή τους από πρόθυμους να γίνουν αναλώσιμα γρανάζια της ιατροφασιστικής μηχανής!
Μάλιστα, ο τεϊλορισμός έχει και μια ακόμη διάσταση την οποία βιώνουμε στην εποχή της υγειονομικής διαχείρισης:
Όπως μέλημα του εν λόγω συστήματος ήταν «πώς θα διαφυλάξει το διευθυντικό προνόμιο της εργοδοσίας, παρασύροντας ταυτόχρονα τους εργάτες σε ένα είδος διαρκούς “εμφυλίου πολέμου”, στο κυνήγι της νόρμας και του πριμ» (Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 194), έτσι και το σημερινό σύστημα επιβολής του υγειοναζισμού αποβλέπει στην διεξαγωγή ενός άτυπου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους εμβολιασμένους και τους ανεμβολίαστους, ώστε, μέσω της τεχνικής «διαίρει και βασίλευε» (προσφιλής στους προπαγανδιστές), ο πληθυσμός να είναι ευχερώς εποπτεύσιμος και χειραγωγήσιμος (βλ. σχετικώς και Βαθιώτη, ό.π., σελ. 230, 391).
Δεν είναι τυχαίο ότι, κατ’ εφαρμογήν του τεϊλορισμού, ενώ μέχρι πρότινος «ο ανθρώπινος παράγοντας ερχόταν σε πρώτη μοίρα στην παραγωγική διαδικασία», «στο εξής θα ερχόταν σε πρώτη μοίρα το σύστημα» (Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 194), η συγκεκριμένη δε φιλοσοφία αποτυπώνεται τόσο στην διαρκή επίβλεψη των εργατών όσο και στον έλεγχό τους «μέσω της λεπτομερειακής κωδικοποίησης των καθηκόντων τους και της διαρκούς καταγραφής των επιδόσεών τους» (Παπακωνσταντίνου, αυτόθι).
Τέλος, όπως μας πληροφορεί ο Παπακωνσταντίνου (ό.π., σελ. 195), από έρευνα που πραγματοποίησε ο Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Κρίστιαν Παρέντι για τις συνθήκες εργασίας στις επιχειρήσεις πληροφορικής και επικοινωνιών το φθινόπωρο του 2000, προέκυψε ότι μία από τις εργαζόμενες στην εταιρεία χρηματιστικών υπηρεσιών Charles Schwab του Σαν Φραντσίσκο με το ψευδώνυμο «Ουίνστον» ενεργούσε ως εξής:
Κάθε πρωί, γύρω στις οχτώ, η Ουίνστον [άνοιγε] τον υπολογιστή της και [έβλεπε] πάνω στην οθόνη τα «σκορ παραγωγικότητας» που πέτυχαν την προηγούμενη μέρα οι τριάντα συνάδελφοί της, οι οποίοι εργάζονται, όπως και αυτή, στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρείας.
Τώρα, λοιπόν, ξέρουμε γιατί οι διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης ενημέρωναν τον πληθυσμό για το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης που είχε επιτευχθεί: Επρόκειτο για μια τεϊλοριστικού τύπου μέτρηση του σκορ παραγωγικότητάς τους, η οποία προφανώς είχε επιβληθεί σε αυτούς από την υπερεθνική ελίτ που κρατά στα χέρια της τις τύχες του πλανήτη!
Η διαπίστωση ότι ο τεϊλορισμός εφαρμόζεται στο πλαίσιο «καταπολέμησης της πανδημίας» δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού επισημαίνεται ότι ο ψηφιακός τεϊλορισμός έχει εισβάλει «και σε πιο παραδοσιακά επαγγέλματα, έξω από τη σφαίρα της πληροφορικής και των επικοινωνιών» (Παπακωνσταντίνου, ό.π., σελ. 196):
Μια από τις βάρβαρες μορφές του εκδηλώνεται στον τομέα της υγείας, καθώς τα νοσοκομεία (ιδιωτικά ή κρατικά) μετατρέπονται ολοένα και περισσότερο σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Σε πολλά αμερικανικά θεραπευτήρια οι νοσοκόμες υποχρεώνονται να φοράνε διαρκώς ηλεκτρονικά βραχιόλια που εκπέμπουν σήματα, με βάση τα οποία η διοίκηση μπορεί να εντοπίζει ανά πάσα στιγμή το στίγμα τους μέσα στο ίδρυμα πάνω σε μια ψηφιακή οθόνη. Το σύστημα συμπληρώνεται από διατάξεις αυτόματης κλήσης στα κρεβάτια των ασθενών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διοίκηση απασχολεί μικρότερο αριθμό νοσοκόμων και τραυματιοφορέων, υποβάλλοντάς τους σε εξοντωτική εντατικοποίηση και περιορίζοντας στον ελάχιστο βαθμό τα διαλείμματά τους, με αυτονόητους κινδύνους για την ποιότητα της περίθαλψης των ασθενών.
Αν τα νοσοκομεία είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις ήδη από το 2000 (εποχή που εκπονούνταν έρευνες σαν την προαναφερθείσα), τότε δεν είναι παράδοξη η μετάλλαξή τους σε υγειονομικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως από το 2020 και έπειτα. Αν πριν από είκοσι χρόνια ήταν υποχρεωτικό να φορούν ηλεκτρονικό βραχιόλι οι νοσοκόμες, επιτηρούμενες σαν κατάδικοι, θα έπρεπε να είναι προβλέψιμο ότι θα ερχόταν κάποια στιγμή που μέσα σε αυτά τα στρατόπεδα θα εργάζονταν αποκλειστικώς υγειονομικά στρατιωτάκια, τα οποία θα είχαν εγκολπωθεί την ιδεολογία του ιατροφασιστικού καθεστώτος.
Η μεταμόρφωση (ορθότερα: παραμόρφωση) των νοσοκομείων σε υγειονομικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως εξηγεί γιατί ο ασθενής, από τη στιγμή της εισαγωγής του, απανθρωποποιείται μετατρεπόμενος σε έναν αριθμό ιατρικού φακέλου, επί του οποίου την απόλυτη κυριαρχία έχει, και την διατηρεί μέχρι τέλους, το προσωπικό του στρατοπέδου.
Εξ αυτού του λόγου, είναι πολύ πιθανό ότι σε λίγο καιρό ούτε ένας συγγενής του ασθενούς δεν θα έχει το δικαίωμα να επισκεφθεί τον άνθρωπό του, μια εξέλιξη που θα δικαιολογηθεί ενδεχομένως με βάση το ψευδοεπιχείρημα ότι ο ασθενής είναι στα χέρια των «επίλεκτων ειδικών», οι οποίοι, ως τέτοιοι, γνωρίζουν άριστα πώς πρέπει να τον αντιμετωπίσουν για να διαγνωσθεί και να θεραπευθεί το πρόβλημα της υγείας του, σε αντίθεση με τους συγγενείς που, ακριβώς επειδή δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις, οφείλουν τυφλή υπακοή στους αξιωματικούς και τους λοιπούς στρατιώτες του ιατροφασιστικού καθεστώτος.
Φυσικά, η προκείμενη επιχειρηματολογία αποκρύπτει την θεραπευτική επίδραση που έχει για τον ασθενή η επαφή με τους οικείους του:
Το άγγιγμα του συγγενικού χεριού, κατά την δύσκολη ώρα του πόνου, μπορεί να αποδειχθεί ασυγκρίτως πιο ευεργετικό σε σχέση με το χέρι του «μοντέρνου» στρατιωτικοποιημένου ιατρού που κρατά το νυστέρι, εξωθούμενος από το σύστημα να βλέπει τον ασθενή ως σωματική μονάδα και όχι ως ψυχοσωματική οντότητα.
Στο σημείο αυτό απαιτείται η προσοχή του αναγνώστη σε ένα φαινόμενο που φαίνεται ότι μέχρι σήμερα δεν έχει αποκωδικοποιηθεί δεόντως:
Η υποχρέωση των ασθενών και των συνοδών τους (κάθε άλλο παρά τυχαία, ο συγγενής του ασθενούς έχει υποβιβασθεί πλέον σε συνοδό!) να εισέρχονται μασκοφορεμένοι στον χώρο των υγειονομικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως σημαίνει ότι η μάσκα αποτελεί στην πραγματικότητα ένα διακριτικό σημάδι υποταγής του πολίτη στους κανόνες του ιατροφασιστικού καθεστώτος.
Κατά τούτο, όποιος φορά τη μάσκα δεν θα ήταν παντελώς άτοπο να θεωρηθεί ότι ομοιάζει με κάποιον που δέχεται να φορέσει έστω προσωρινά, το περιβραχιόνιο με τον αγκυλωτό σταυρό!
Η σκέψη αυτή επιρρωννύεται από τη διαπίστωση ότι πολλά στρατιωτικοποιημένα μέλη του «ιατρικού» και «νοσηλευτικού» προσωπικού είτε δεν φορούν καθόλου μάσκα είτε την έχουν κατεβασμένη στο πιγούνι τους: δεδομένου ότι ενεργούν εξ επαγγέλματος ως ενσωματωμένα γρανάζια του καθεστώτος –τρόπον τινά επισήμως εγγεγραμμένα στο «υγειοναζιστικό κόμμα»– δεν χρειάζεται να φέρουν το διακριτικό σημάδι του υγειοναζισμού για να νιώθουν ότι ανήκουν στο σύστημα. Ενδέχεται όμως να υπάρχει και άλλη εξήγηση: Τη μάσκα δεν τη φορούν, όχι όποια γρανάζια δεν την χρειάζονται για να δηλώσουν την δεδομένη συνταύτισή τους με τις αρχές του «κόμματος», αλλά όποια μέλη υπηρετούν το καθεστώς χωρίς να ασπάζονται την ιδεολογία του.
Βεβαίως, ο αντίλογος των ορθώς και όχι παρανοϊκώς ή συνωμοσιολογικώς σκεπτόμενων αναλυτών θα ήταν ότι, χάρη στον κορωνοϊό, βελτιώθηκε η λειτουργία των νοσοκομείων, αφού η χρήση μάσκας εμποδίζει τη μετάδοση ιών και μικροβίων μέσα σε έναν χώρο που αποτελεί αγαπημένο κρησφύγετο και των δύο. Άρα, κακώς μέχρι σήμερα μπαινοβγαίναμε στα νοσοκομεία με ακάλυπτο το ανθρώπινο πρόσωπό μας.
Η οπτική αυτή δεν απέχει πολύ από τη λογική που μπορεί να επικρατήσει, αργά ή γρήγορα, και σε ό,τι αφορά τον τρόπο κυκλοφορίας των ανθρωποειδών του 21ου αιώνα στους δρόμους: Για προληπτικούς, λοιπόν, λόγους (η πρόληψη είναι η μάστιγα των σημερινών χρόνων!):
Μάσκα παντού, και όποιος έχει αντίρρηση να πάρει τα μπογαλάκια του και να πάει αλλού. Όπως ο Άγριος Τζων, κατά την χαξλεϊκή σύλληψη του Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου!