Αλέξης Αλεξάνδρου
Την πρώτη φορά που πήγα στο Άγιο Όρος, θυμάμαι ετοίμασα μια λίστα με ερωτήσεις που τότε με απασχολούσαν. Για τον Θεό, για τον πόνο, τις σχέσεις, την αγάπη, τον θάνατο. Θυμάμαι πως όταν την τέλειωσα ήμουν ικανοποιημένος, είχα την αίσθηση πως θα τους στρίμωχνα άγρια τους μοναχούς με αυτές. Όπως θα κατάλαβες ήμουν άσχετος, εντελώς ανυποψίαστος κι επιφανειακός ως προς το τι εστί Ορθοδοξία, μοναχισμός, Θεός.
Οι καυτές μέρες του Ιουλίου πέρασαν γρήγορα. Εκεί είχα την ευλογία να κάνω την πρώτη μου ουσιαστική εξομολόγηση. Τα πάντα πλέον γύρω μου και μέσα μου άρχισαν να αλλάζουν, να μεταμορφώνονται. Ένα μαύρο πέπλο που σκοτείνιαζε τη ψυχή μου, άρχισε σιγά σιγά να πέφτει, αποκαλύπτοντας μου μια άλλου είδους όραση των πραγμάτων. Όλα πια έμοιαζαν καινά, φωτεινά, θεϊκά.
Τελικά όταν επέστεψα στο σπίτι συνειδηποίησα με έκπληξη πως δεν ρώτησα τίποτα από αυτά που είχα γράψει σε αυτό το χαρτάκι! Τα είχα ξεχάσει εντελώς. Δεν χρειάστηκε άλλωστε. Η ζωή και η εμπειρία τα είχαν ξεπεράσει.
Αυτό ακριβώς κάνει ο Θεός όταν άδολα τον πλησιάσεις. Παραμερίζει τις σκέψεις, τους λογισμούς, σβήνει τις όποιες αμφιβολίες, γκρεμιζει τα τείχη του ορθολογισμού, συγχωρεί τις αμαρτίες και τα λάθη για να σε συναντήσει. Εκεί στο βάθος της καρδιάς παύουν τελικά τα πάντα. Και οι δύσκολες ερωτήσεις και οι έξυπνες απαντήσεις. Κάθε εμπόδιο, κάθε δισταγμός, κάθε ολιγοπιστία καίγονται λυτρωτικά μέσα στο πέλαγος της αγάπης και του ελέους Του. Και μένεις μόνος σου. Εσύ κι ο Θεός.