Ν. Ξιώνης – Καθηγητής Θεολογίας ΕΚΠΑ
Οι σημερινοί Χριστιανοί και ακόμη χειρότερο οι κληρικοί που εμπιστεύονται το νόμο των ανθρώπων, τους «ειδικούς επιστήμονες», και απορρίπτουν την εμπειρία της Εκκλησίας και την πίστη στον αληθινό Λόγο του Θεού με το να:
-χρησιμοποιούν την ιατρική μάσκα εντός του Ναού,
-αποφεύγουν την προσκύνηση του Ιερού Ευαγγελίου, των Εικόνων και των Ιερών Λειψάνων,
-χρησιμοποιούν διαφορετικές Λαβίδες για την Θεία Μετάληψη ή απολυμαντικά υγρά, διότι θεωρούν όλα αυτά ως πιθανές αιτίες μολύνσεως,
-και να διακρίνουν την Θεία Μετάληψη από την κατ’ ενέργεια σύναξη του πληρώματος της Εκκλησίας, ερμηνεύοντας την μυστηριακή κοινωνία ως απλή συνάθροιση ανθρώπων,
επιστρέφουν ως σύγχρονοι Γαλάτες στην προτέρα κατάσταση του νόμου των ανθρώπων.
Εμπιστεύονται την ανθρώπινη σοφία και απορρίπτουν την σοφία και δύναμη του Θεού. Συμπεριφέρονται ανοήτως, κατά την Παύλεια διατύπωση, διότι ενώ άρχισαν να ζουν πνευματικά, επιστρέφουν τώρα στον σαρκικό και ειλώδη τρόπο ζωής.
Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος, αφενός μεν, αναθεματίζει αυτούς που διαστρέφουν την Αλήθεια και προσπαθούν να πείσουν τους πιστούς Χριστιανούς για την θεολογική ορθότητα των προσωπικών τους απόψεων, αφετέρου δε τους υπενθυμίζει ότι ἐν νόμῳ οὐδεὶς δικαιοῦται παρὰ τῷ Θεῷ, δῆλον· ὅτι ὁ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται. ὁ δὲ νόμος οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως…
Η οπισθοδρόμηση βεβαίως αυτή δεν αποτελεί έκπληξη για τον γνώστη της θεολογικής επιστήμης. Είναι το αποτέλεσμα της παραποιημένης εκκλησιολογίας, η οποία αντί να θεμελιώνεται στην Πατερική διδασκαλία και να εκφράζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, καλλιεργείται επί τη βάσει του θετικισμού και του επιστημολογικού συμβατισμού, και στηρίζεται σαφώς στην δυτική θεολογική παράδοση, η οποία εξαίρει την φαινομενική ιστορική πραγματικότητα και απορρίπτει την Αλήθεια που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα.
Αντιθέτως, για την εκκλησιολογία των Πατέρων, η οποία ερμηνεύει την εκκλησιαστική σύναξη ως μυστηριακή κοινωνία των μελών του Σώματος του Χριστού με αυτήν την ίδια την Κεφαλή τον Χριστό, η παρουσία του πιστού εντός του Ναού σημαίνει την υπέρβαση των βιοτικών μεριμνών στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται μόνον η διαβίωση, αλλά και η σωματική υγεία, και δηλώνει σαφώς την συνειδητή μετοχή στην παρουσία του Τριαδικού Θεού εν Χριστώ.
Επομένως είναι ανεύθυνο και επιστημονικώς θα έλεγα απαράδεκτο κάποιος να υποστηρίζει ότι εντός του Ναού, σύμφωνα με την Θεολογία και διδασκαλία των Πατέρων μέσα στο ενεργειακό πλέγμα της μυστηριακής κοινωνίας της κτιστής φύσεως με τον άκτιστο Δημιουργό Θεό, όπως αυτή η κοινωνία περιγράφεται από την Πατερική διδασκαλία, υπάρχει η φθορά, δηλαδή απουσιάζει η ζωοποιός Θεία ενέργεια που εξαγιάζει και συγκρατεί ολόκληρη την κτιστή πραγματικότητα, και εν τέλει επικρατεί ο θάνατος.
Η ασθένεια και ο θάνατος δεν χαρακτηρίζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, ούτε όσους μετέχουν αυτής, αλλά αυτούς που διαστρέφουν την αλήθεια και αρνούνται την Θεότητα, εγκλωβιζόμενοι εγωιστικώς στον εαυτό τους, στη δύναμη και στην εξουσία του κτιστού όντος.
Ο φόβος του θανάτου αναφέρεται στους ήδη νεκρούς, όπως εξάγεται από τον λόγο του Κυρίου, ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς.
Ο θάνατος αναφέρεται στους μη Χριστιανούς και αβάπτιστους, οι οποίοι αδύναμοι να φθάσουν στην ενοειδεία με τον Θεό, παραμένουν άγευστοι του εκκλησιαστικού γεγονότος της καινής εν Χριστώ ζωής, κι έτσι αποφεύγουν τον «συνωστισμό», εντός εισαγωγικών, της Εκκλησίας, εφ’ όσον Αυτή όπως και οι υπόλοιπες κοινωνικές συναθροίσεις και εκδηλώσεις αποτελεί μία απλή συνάθροιση ατόμων.
Έτσι εμπράκτως αρνούνται την κατ’ ενέργειαν μυστηριακή κοινωνία που καθιστά την Εκκλησία Σώμα Χριστού και ως εκ τούτου αρνούνται τον ίδιο τον Χριστό.
Η άρνηση όμως της κατ’ ενέργειαν παρουσίας της Θεότητας είναι πολύ πιο σημαντική από την αλλοίωση της Πίστεως η οποία επιχειρείται από την αίρεση, διότι αυτή δεν είναι μία απλή διαφοροποίηση από την διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν αποτελεί μία διαφορετική ερμηνεία του δόγματος, όπως συμβαίνει με τους αιρετικούς.
Η άρνηση της Θεότητας του Ιησού, η οποία στηρίζεται στην αμφιβολία και άρνηση της Θεϊκής Του δύναμης και η οποία βεβαίως εκφράζεται με την απόδοση των θαυμάτων στις φυσικές δυνάμεις των κτιστών όντων, όπως στην περίπτωση των Φαρισαίων, ή με την απόδοση της φθοράς και του θανάτου στο ανακαινισμένο Σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, όπως συμβαίνει σήμερα στην εποχή του κόβιντ-19, σημαίνει βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου είναι πολύ σοβαρότερη από την αίρεση.
Διότι ο Φαρισαίος ή ο κατ’ όνομα μόνον Χριστιανός, δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει το Μυστήριο όπως κάνει ο αιρετικός, αλλά αρνείται αυτό το ίδιο το Μυστήριο.
Δεν αλλοιώνει την Πίστη στην προσπάθειά του να Την κατανοήσει, αλλά Την αναιρεί αντιστρέφοντας την Αλήθεια και αποδίδοντας στα έργα της Θεότητος ιδιότητες και συνθήκες της κτιστής φύσεως.
Γι’ αυτό, οι μεν αιρετικοί μπορούν να συνειδητοποιήσουν τα λογικά λάθη των ερμηνευτικών τους προϋποθέσεων, να μεταβάλουν το θεωρητικό υπόβαθρο της κακοδοξίας τους και τελικά να μετανοήσουν. Οι βλάσφημοι όμως θεωρούν την Πίστη και το βίωμα της Εκκλησίας ως υπερβολικά, και ως αντι-επιστημονική αντίληψη της πραγματικότητας. Τοιουτοτρόπως αρνούνται την παρουσία του Θεού και ως εκ τούτου παραμένουν αμετανόητοι.
Η άρνηση συνεπώς της Θεότητος είναι μία πράξη δαιμονική και εκφράζει την απόλυτη πνευματική διαστροφή και υπαρξιακή αλλοίωση προς το μη ον και την ανυπαρξία. Διότι η βλασφημία δεν σημαίνει μόνον την αμφισβήτηση της Θείας δυνάμεως του Χριστού, η οποία ταυτίζεται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν τον Ίδιο, αλλά και την αντιστροφή της Αλήθειας.
Και τούτο διότι στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος δια του Οποίου ο Χριστός τότε εξέβαλε τα δαιμόνια και σήμερα ανακαινίζει δια του μυστηριακού Σώματος τον κόσμο, οι βλάσφημοι αναγνωρίζουν τις δαιμονικές δυνάμεις και βλέπουν την φθορά και τον θάνατο, συσκοτίζοντας πλήρως την Αλήθεια και αποκρύπτοντας την παρουσία του Θεού στα σημεία της Θείας Αποκαλύψεως.
Έτσι, τόσο τότε κατά την εποχή του Χριστού, όσο και σήμερα κατά την εποχή της αποκεκαλυμμένης Αλήθειας και αγιοπνευματικής ζωής, η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος θα πρέπει πάντοτε να ερμηνεύεται είτε εν λόγω είτε εν έργω στην προοπτική της αντιστροφής της Αλήθειας, βάσει της οποίας η άρνηση του Θεού πραγματοποιείται με την αντικατάστασή Του και την θεοποίηση των κτιστών όντων.
Σε αυτήν την προοπτική, η οποιαδήποτε εκδήλωση αμφιβολίας και ως εκ τούτου άρνηση της σωτηριώδους θείας ενεργείας, είτε διστάζοντας να κοινωνήσουμε των Θείων Μυστηρίων και να συμμετέχουμε στις Ακολουθίες της Εκκλησίας, είτε προβληματιζόμενοι και φοβούμενοι να αποφεύγουμε τον εκκλησιασμό και την προσκύνηση των Ιερών Εικόνων και Λειψάνων, ή να χρησιμοποιούμε την ιατρική μάσκα εντός της Εκκλησίας, σημαίνει την βλασφημία του Αγίου Πνεύματος κατά την Πατερική διδασκαλία, η οποία κατά τον λόγο του Κυρίου είναι ασυγχώρητη.
Αυτό θα πρέπει να προβληματίζει τον σημερινό Χριστιανό και όλως ιδιαιτέρως τους κληρικούς, οι οποίοι, οι μεν πρώτοι με την βάπτισή τους στο όνομα της Αγίας Τριάδος, οι δε δεύτεροι με την χειροτονία τους ως διάκονοι και υπόλογοι της παρακαταθήκης που έλαβαν, όχι μόνο πρέπει να μην βλασφημούν το Άγιο Πνεύμα, επιστρέφοντας κατά τον Παύλο ανοήτως στην προ-βαπτισματική τους κατάσταση, αλλά και να προστατεύουν το πλήρωμα της Εκκλησίας από μία τέτοια ολέθρια για την ζωή τους πράξη.
Σας ευχαριστώ.