Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Ἡ κατάσταση ποὺ ζοῦμε σήμερα μοῦ θύμισε κάποιες ἕρευνες ποὺ εἶχα κάνει πρὸ ἐτῶν σχετικὰ μὲ τὴν στάση τῶν Χριστιανῶν τὴν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν. Ἐκεὶ εἶχα βρεῖ κάποιες ἄκρως ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὸν σημερινὸ Χριστιανὸ καὶ τὶς καταστάσεις ποὺ βιώνει. Ὅ,τι εἶχα βρεῖ τότε θὰ τό παρουσιάσω στὸ μικρὸ αὐτὸ πόνημα.
Στὸν μεγάλο διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Δέκιου (250-251 μ.Χ.) πού δὲν διήρκησε πολὺ ἀλλὰ χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τοὺς χειρότερους στὴν ἱστορία τῶν διωγμῶν, ἀπαιτήθηκε ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἡ θυσία στοὺς θεοὺς μέχρι μία ὁρισμένη ἡμερομηνία γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ρωμαϊκῆς pax deorum. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἐπιδημίες καὶ σεισμοὺς ὁ Δέκιος πίστευε πὼς μόνο ἔτσι θὰ ἐπανέφερε τὴν εἰρήνη μὲ τοὺς θεούς.
Τὸ διάταγμα ἦταν τὸ ἑξῆς:
«Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς αὐτοκρατορίας πρέπει νὰ θυσιάσουν ἐνώπιον τῶν δικαστικῶν ἀξιωματούχων τῆς κοινότητάς τους “γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς αὐτοκρατορίας” μία συγκεκριμένη ἡμέρα. Ἡ ἡμερομηνία θὰ ποικίλει ἀπὸ τόπο σὲ τόπο».
Μάλιστα ἡ ἑκάστοτε θυσία ἀπὸ τὸν ἑκάστοτε Χριστιανὸ πιστοποιοῦνταν ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο γιὰ τὴν περίπτωση Ρωμαῖο δικαστικὸ ἀξιωματοῦχο μὲ τὸ ἀνάλογο πιστοποιητικό. Ἡ ἀρχαιολογία ἔχει βρεῖ σήμερα 44 τέτοια πιστοποιητικά, 4 ἀπὸ αὐτὰ στὴν πόλη Ὀξύρρυγχο τῆς Αἰγύπτου. Οἱ ἀξιωματοῦχοι πήγαιναν μὲ αὐτοκρατορικὴ διαταγὴ ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα ἢ σὲ δημόσιους χώρους καὶ καλοῦσαν σύναξη τοῦ λαοῦ. Ἡ ποινὴ σὲ τυχὸν ἄρνηση τέλεσης τῆς θυσίας ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὁ θάνατος.
Τότε πολλοὶ Χριστιανοὶ τέλεσαν τὶς θυσίες δημόσια ἢ καὶ ἰδιωτικά, οἱ «ἀποστάτες» (sacrificati, turificati). Ἀκόμα περισσότεροι ὁμολόγησαν καὶ βασανίστηκαν ἢ μαρτύρησαν, οἱ μάρτυρες. Ἀπὸ τὸν ἅγ. Κυπριανό στὸ βιβλίο του «de lapsis» μαθαίνουμε ὅτι ὑπῆρξε καὶ μία τρίτη ὁμάδα οἱ «παραμένοντες» ἢ «ἐπιμένοντες» (stantes, consistentes), οἱ ὁποῖοι δὲν συνελήφθησαν, οὔτε κλήθηκαν νὰ ὁμολογήσουν δημοσίως τὴν πίστη τους, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ δὲν θυσίασαν μέχρι τὴν ὁρισμένη ἀπὸ τὸν Δέκιο ἡμερομηνία καὶ ἔτσι θεωρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγ. Κυπριανό ἱσότιμοι μὲ τοὺς μάρτυρες, διότι εἶχαν ὁμολογήσει ἰδιωτικὰ καὶ ἦταν ἔτοιμοι ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ ὁμολογήσουν καὶ δημόσια.
Σὲ αὐτοὺς τοὺς Χριστιανοὺς ἢ καὶ παράλληλα μὲ αὐτοὺς τοὺς Χριστιανοὺς ὑπῆρξαν καὶ οἱ libellatici ἀπὸ τὴν λέξη πιστοποιητικό=libellus. Αὐτοὶ οἱ Χριστιανοὶ δὲν θυσίασαν στοὺς θεοὺς καὶ παρόλα αὐτὰ πῆραν τὰ πιστοποιητικὰ τέλεσης θυσίας, γιατὶ δωροδόκησαν τοὺς ἀξιωματούχους.
Δηλαδὴ ἦρθαν στὴν κατοχὴ πλαστῶν πιστοποιητικῶν θυσίας ἔναντι χρημάτων.
Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς τοὺς Χριστιανοὺς ἦταν διπλή:
Στὴν Δύση θεωρήθηκαν ἀποστάτες, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη ἀποστασία τους τοὺς καταλογίσθηκε ὡς ἁμάρτημα ἐλαφρότερο κι ἀπὸ τὴν μοιχεία. Ἔτσι γίνονταν δεκτοὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία μὲ πολὺ ἐλαφρὰ ἐπιτίμια. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς αὐτοὺς ἢταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους δημιουργίας τοῦ Νοβατιανοῦ σχίσματος ποὺ δὲν δέχθηκε τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ στάση ὡς ἀπόδειξη χαλαρότητος καὶ πτώσης.
Στὴν Ἀνατολὴ ὅμως ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἦταν τελείως διαφορετική. Ὄχι μόνο δὲν θεωρήθηκαν οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὰ πλαστὰ πιστοποιητικὰ θυσίας μέσῳ δωροδοκίας ἀποστάτες καὶ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο θεωρήθηκαν ὁμολογητές, ποὺ θυσίασαν τὰ χρήματά τους γιὰ τὴν Πίστη τους.
Ὡς ἀπόδειξη μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε τὸν 12ο Κανόνα τοῦ Πέτρου, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας «Περὶ τῶν δόντων ἀργύρια, ὥστε μὴ ἀρνήσασθαι» ποὺ γράφτηκε μετὰ τον μεγάλο διωγμό τοῦ 304 μ.Χ. (οἱ Κανόνες τοῦ Πέτρου Ἀλεξανδρείας μᾶς διασώθησαν 14 στὴν ἐπιστολή “Περὶ Μετανοίας” καὶ 1 στὸ “Περὶ Πάσχα” σύγγραμμά του).
Λέει ὁ Κανόνας αὐτός:
«Τοῖς γὰρ ἀργύρια δεδωκόσι πρὸς τὸ ἀνενοχλήτους αὐτοὺς παντάπασι γενέσθαι ἀπὸ πάσης κακίας, οὐκ ἔστιν ἔγκλημα προσάγειν, ζημίαν γὰρ καὶ ἀπώλειαν χρημάτων ὑπήνεγκαν, ἵνα μὴ τὴν ψυχὴν ἑαυτῶν ζημιωθῶσιν ἢ ἀπολέσωσιν. ῞Οπερ ἄλλοι κατὰ αἰσχροκέρδειαν οὐ πεποιήκασι, καίτοι γε τοῦ Κυρίου λέγοντος· Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ ἢ ἀπολέσῃ, καὶ ὅτι· Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Ἐφάνησαν γὰρ παρ’ ἐκείνοις Θεῷ δουλεύοντες, τὰ ἀργύρια μισήσαντες καὶ καταπατήσαντες καὶ καταφρονήσαντες αὐτῶν, ἀπεπλήρωσάν τε καὶ ἐν τούτῳ τὸ γεγραμμένον· Λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς, ὁ ἴδιος πλοῦτος».
Ὁ δὲ 13ος Κανόνας ἀθωώνει αὐτοὺς ποὺ στὸν διωγμὸ τὰ παράτησαν ὅλα καὶ ἔφυγαν:
«Ὅθεν οὐδὲ τοῖς καταλείψασι πάντα διὰ τὴν τῆς ψυχῆς σωτηρίαν καὶ ἀναχωρήσασιν ἔστιν ἐγκαλεῖν, ὡς ἂν ἑτέρων δι’ αὐτοὺς κατασχεθέντων. Καὶ γὰρ καὶ ἐν τῇ Ἐφέσῳ ἀντὶ Παύλου συνήρπασαν Γάιον εἰς τὸ θέατρον καὶ Ἀρίσταρχον, συνεκδήμους Παύλου, καὶ βουλόμενον εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον, ἐπεὶ καὶ δι’ αὐτόν, πείσαντα καὶ μεταστήσαντα πολὺν ὄχλον ἐπὶ τὴν θεοσέβειαν, ἡ στάσις ἦν γενομένη, οὐκ εἴων αὐτὸν οἱ μαθηταί, φησίν· Οὐ μὴν ἀλλὰ καί τινες τῶν Ἀσιαρχῶν ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτόν, παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον. Εἰ δὲ ἐπιμένοιέν τινες ἐρεσχελοῦντες τοῖς εἰλικρινῶς προσέχουσι τῷ λέγοντι· Σώζων, σῶζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν, μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω, ὑπομνησθήτωσαν καὶ περὶ τοῦ προκρίτου τῶν ἀποστόλων Πέτρου, βεβλημένου τε ἤδη εἰς φυλακὴν καὶ παραδοθέντος τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, οὐ ἐν νυκτὶ φυγόντος καὶ ῥυσθέντος ἐκ χειρὸς τοῦ φονώδους Ἡρώδου καί πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾽Ιουδαίων, κατ’ ἐντολὴν τοῦ Ἀγγέλου Κυρίου, γενομένης, φησίν, ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο. Ἡρώδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας, ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, δι’ οὓς οὐδεμία αἰτία τῷ Πέτρῳ προσάπτεται. Ἐξῆν γὰρ καὶ αὐτούς, ἑωρακότας τὸ γενόμενον, ἐκφυγεῖν, ὡς πάντα τὰ παιδία τὰ ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, εἰ ἐγνώκεισαν οἱ γονεῖς αὐτῶν τὸ μέλλον ἔσεσθαι, ἅπερ ἀνῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ μιαιφόνου Ἡρώδου διὰ τὸ ὑπ᾽ αὐτοῦ ζητούμενον ἀπολέσθαι ἓν παιδίον, ὅπερ καὶ αὐτὸ κατ᾽ ἐντολὴν Ἀγγέλου Κυρίου ἐξέφυγεν, ἤδη ἀρξάμενον ταχέως σκυλεύειν καὶ ὀξέως προνομεύειν κατὰ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος, καθὼς γέγραπται».
Ἔτσι ἀνακαλύπτουμε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὴν σοφία τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἐποχὲς διωγμῶν.
Βιβλιογραφία: ἔργα τοῦ ἱστορικοῦ τῆς Ὀξφόρδης Geoffrey Ernest Maurice de Sainte Croix (8. Februar 1910 † 5. Februar 2000): «Why were the early Christians persecuted? A rejoinder» (Studies in Ancient History 1974 p. 256-62) – «Aspects oft he Great Persecution» (Harvard Theological Review 47, 1954, p. 75-113) » – «Christianity’s encounter with the roman imperial government» (στὸ The Crucible of Christianity, 1969, 345-351). Αὐτὰ τὰ βρίσκει μεταφρασμένα ὁ ἑλληνόφωνος στὸ βιβλίο «Ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἡ Ρώμη» Ἀθήνα, 2005.