Μανώλης Κοττάκης
Χθες βρέθηκα στον γενέθλιο τόπο μου, στην Αίγινα, η οποία εόρταζε τον προστάτη άγιό της, τον άγιο Νεκτάριο.
Αν τον αγαπούσα μία όλα αυτά τα χρόνια και αν η ζωή του ήταν πηγή έμπνευσης για τη ζωή μου, τον αγάπησα δέκα μετά την ταινία της Πόποβιτς. Γιατί είναι ένας άγιος που έχουν ανάγκη οι καιροί μας. Ταιριάζει. Είναι άγιος που δεν ξεχώριζε τους χριστιανούς από τους μουσουλμάνους, τους φτωχούς από τους πλούσιους, τους ταπεινούς από τους μεγαλοσχήμονες, τους μαύρους από τους άσπρους.
Είναι άγιος που μισούσε το μίσος και ασκούσε την εξουσία του με καλοσύνη. Άγιος της υπομονής. Ωστόσο αυτά τα δύο χρόνια που διαρκεί η πανδημία υπάρχει κάτι που με/μας στενοχωρεί. Δεν μπορούμε να τον τιμήσουμε όπως του πρέπει.
Πέρυσι, στα εκατό χρόνια από τον θάνατό του, δεν τα καταφέραμε. Η λιτανεία στην παραλία του νησιού δεν έγινε. Το βράδυ, στην αγρυπνία που τελείται στο μοναστήρι, οι μεγάλες βαριές μεταλλικές πόρτες ήταν κλειδωμένες, οι αλυσίδες με τα λουκέτα κρέμονταν στον δρόμο.
Πρώτη φορά στη ζωή μου/μας αντικρίσαμε λουκέτο σε εκκλησία. Ανθρωπος που σέβεται τόσο τον νόμο ώστε να μην οδηγεί ούτε ανάποδα σε μονόδρομο αναγκάστηκα μαζί με άλλους να περπατήσουμε μέσα στο σκότος σε ένα παλαιό μυστικό μονοπάτι για να φτάσουμε στην εκκλησία, να ανάψουμε ένα κερί στη χάρη του και να αποχωρήσουμε. Σαν τους κλέφτες. Αλλά ανακουφισμένοι. Δυστυχώς ούτε και φέτος γίνεται η λιτανεία. Ο μητροπολίτης μας αποφάσισε να μην πραγματοποιηθεί γιατί, όπως σωστά λέει, και ένας θάνατος να υπάρξει από κρούσμα λόγω του συνωστισμού θα τον βαραίνει σε όλη του τη ζωή. Τον καταλαβαίνω. Είναι υπεύθυνος άνθρωπος.
Ωστόσο, με αφορμή το γεγονός, δεν μπορώ να μην εκφράσω την απογοήτευσή μου για έναν γενικότερο λόγο. Οδεύουμε προς την τρίτη χρονιά της πανδημίας και αυτό που διαπιστώνω είναι το εξής: Ό,τι αφορά το χρήμα επιτρέπεται, ό,τι αφορά τις αξίες μας, την πνευματικότητα, την παράδοσή μας, τις ψυχές μας δεν επιτρέπεται. Τα πολιτιστικά κέντρα, κατά κόσμον μπουζούκια, λειτουργούν γιατί η νύχτα έχει δύναμη.
Τα γήπεδα είναι γεμάτα φιλάθλους, οι οποίοι κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον και Κύριος οίδε πώς γίνεται ο έλεγχος των εμβολιασμένων. Τα εστιατόρια λειτουργούν με μεικτούς χώρους, στους οποίους μπορούν και συνυπάρχουν εμβολιασμένοι και μη.
Αλλά για τους χριστιανούς ορθοδόξους, οι οποίοι πρέπει να δίδουν το παράδειγμα πρώτοι από όλους, δεν ισχύει αυτό.
Μισή ώρα να κατέβει η εικόνα του αγίου στην παραλία του νησιού δεν γίνεται. Ενώ ίσως θα μπορούσε, όπως ακριβώς συνέβη με την παρέλαση τη στρατιωτική. Κράτησε αυστηρά μία ώρα και τέλος.
Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η απόφαση του σεβασμιοτάτου και τη σεβόμαστε. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν κάνουν αντάρτικα. Αλλά η γεύση είναι πικρή. Η κανονικότης αργεί. Δεν επανέρχεται. Δεν προσπαθούμε καν για να επανέλθει. Η εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων όλων όσοι πιστεύουμε -σέβομαι αυτούς που δεν πιστεύουν- κατήντησε βάσανο.
Θυμίζει τις διακοπές του ρεύματος το καλοκαίρι. Ερχεται για λίγο και μετά χάνεται ξανά. Επιστρέφει και πάλι, αλλά χάνεται ξανά. Και το ενοχλητικότερο, λυπάμαι αν γίνομαι δυσάρεστος: Στα 13 χρόνια της ποιμαντορίας του ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών δεν έχει προσκυνήσει ποτέ τη χάρη του αγίου, δεν επισκέφθηκε ποτέ το νησί.
Προφανώς συνεχίζει την παράδοση από της ιδρύσεως του μοναστηριού από τον άγιο: Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι σταθερά απέναντι στη μονή για λόγους που όλοι οι μυημένοι γνωρίζουμε. Κρίμα.